Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Δίχως τάχατε υποψία Εως τότε στο σκοπό μου Να 'χη φτόνου υπερβολή. Άντα ίδα αυτόν το φίλο, Απ' οργή πολλή και ζάλη, Εις την όψι να χαλνάη· Βλέπεις, μου είπε, αυτόν το σκύλλο Με τη μύτη τη μεγάλη, Που διαβαίνει, και γελάει; Είναι γείτονας δικός μου Τόσους χρόνους δεν τον ίδα Μιαν ημέρα, μια βραδιά, Σαν κάθ' άθρωπον του κόσμο Με παραμικρή φροντίδα, Με κακή ποτέ καρδιά.
Η Ιζόλδη χάιδεψε το Χουσδάν με το χέρι και είπε: «Λυπηθήτε τον, άρχοντα! Άκουσα άλλοτε να μιλούν για έναν Ουαλλό δασοφύλακα που είχε συνηθίσει το σκύλλο του ν' ακολουθή χωρίς γαυγητά τα ίχνη των πληγωμένων ελαφιών. Φίλε Τριστάνε, τι χαρά αν κατωρθώναμε, σιγά-σιγά με υπομονή, να γυμνάσουμε έτσι τον Χουσδάν!» Σκέφτηκε μια στιγμή, ενώ ο Χουσδάν έγλυφε τα χέρια της Ιζόλδης.
Δε θυμόσαστε το νάνο που έσπειρε τη φαρίνα μέσα στα κρεββάτια μας; Και το πήδημα που έκαμα, και το αίμα που έτρεξε από την πληγή μου, — και το δώρο που σας έστειλα, το σκύλλο Πτικρού με το μαγικό κουδουνάκι; Δε θυμόσαστε τα χαλοκομμένα ξυλάκια που έρριχνα στο ρυάκι;»
Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων. Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλλο, μηδέ φοβούνται από κλεψιά — η φτώχια τους φυλάει. Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.
Έπρεπε να ακολουθήσω την επιθυμία μου σαν αυτόν το σκύλλο, με κίνδυνο να σε πιάσουν και να σε σκοτώσουν μπροστά στα μάτια μου; Ούτε η ανάμνησι της περασμένης ζωής, ούτε ο ήχος της φωνής σου, ούτε κι' αυτό το δαχτυλίδι ακόμη αποδεικνύουν τίποτε, γιατί όλα αυτά μπορεί να είναι κατεργαριές μοχθηρού μάγου. Μολαταύτα, παραδίνομαι, στη θέα του δαχτυλιδιού.
Από τον άγνωστο τόπο όπου πηγαίνω, θα σας στείλω έναν απεσταλμένο. Θα του πήτε τη θέλησί σας και στην πρώτη πρόσκλησι, από το μακρυνό τόπο, αμέσως θα τρέξω». Στέναξε η Ιζόλδη και είπε: «Τριστάνε, άφησέ μου τον Χουσδάν, το σκύλλο σου. Ποτέ λαγωνικό δε θάχη φυλαχτή με μεγαλύτερες τιμές. Όταν τον βλέπω θα σε θυμάμαι και θάμαι λιγώτερο θλιμμένη.
Τότε ο Τριστάνος έπαψε να παραλλάζη τη φωνή του: «Φίλη, πώς έκανες τόσον καιρό να με γνωρίσης, πειο πολύ από το σκύλλο; Τι σημασία έχει το δαχτυλίδι; Δεν αισθάνεσαι πως θα ήτανε πειο γλυκό για μένα να μαναγνωρίσης από μόνη την ανάμνησι των παληών μας ερώτων; Τι σημαίνει ο ήχος της φωνής μου; Τον ήχο της καρδιάς μου έπρεπε ν' ακούσης.
Δυο μέρες, ο Τριστάνος κι' ο Γκορνεβάλης πέρασαν τα χωράφια και της πολιτείες χωρίς να ιδούν ψυχή, άνθρωπο, σκύλλο, κόκκορα. Την τρίτη μέρα, κατά το δείλι, πλησίασαν σ' ένα λόφο όπου υψωνότανε ένα παληό εξωκκλήσι, και πολύ κοντά το οίκημα ενός ερημίτη. Ο ερημίτης δε φορούσε φορέματα από υφάσματα, παρά μόνον ένα τομάρι γίδας και μάλλινα κουρέλια στη ράχι.
«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο, γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια, που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον οντά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν