Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Και σπεύδει προς τον οικίσκον της νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα προς το κατάφωτον μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος: — Πω! πω! φαντάσματα και κακό! Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά ο γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται, κραυγάζων μακρόθεν: — Κυρά καπετάνισσα!

Ούτος ενόμιζεν ότι ήτο φιάλη σαμπάνιας και διαρκώς έφευγε κραυγάζων πότε πουμ και πότε πςς . . . ς, ως εξής: Και ο διηγούμενος ταύτα έβαλε τον λειχανόν της δεξιάς χειρός του εις το αριστερόν μάγουλον και κτυπών αυτό και πλαταγίζων την γλώσσαν του εζητούσε να μιμηθή τον κρότον, τον οποίον κάμνει η σαμπάνια όταν αφρίζουσα εξέρχεται από την φιάλην.

Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του. Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης, ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του. Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων: — Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή!

Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων, οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην· και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.

Αλλ' εκείνος ποιών επί της ομηγύρεως το σημείον του σταυρού, ήρχισε να ομιλή μετά παραφοράς, κραυγάζων: — Μετανοήσατε από των αμαρτιών σας, διότι η ώρα ήγγικε, το τέλος επήλθεν. Επί την πόλιν της κακίας και της ακολασίας, επί την νέαν Βαβυλώνα, ο Κύριος απέλυσε την φλόγα την αδηφάγον. Εσήμανεν η ώρα της κρίσεως, της οργής και της καταστροφής. Ο Κύριος υπεσχέθη ότι θα έλθη, και άρτι όψεσθε αυτόν.

Ο δαιμονισμένος έπεσεν εν φοβερώ παροξυσμώ εις το έδαφος, κραυγάζων και ασπαίρων. Αλλά τάχιστα παρήλθε τούτο. Ηγέρθη υγιής. Το βλέμμα του και η στάσις του έδειξαν ότι απηλλάγη της κακής επηρείας, και ήτο τώρα εις τα λογικά του. Θαύμα τόσον φιλάνθρωπον και τόσον επιβάλλον δεν είχεν ακουσθή ποτε πρότερον, και οι παρεστώτες απήλθον εν θαυμασμώ και κατανύξει μεγάλη.

Αλλ' οι στρατιώται δεν ενόμισαν αναγκαίον να συγκινηθώσι· διαρρήξαντες δε διά πελέκεων την θύραν, ενώ μάτην ο ήρως εξηκολούθει χειρονομών από του εξώστου και κραυγάζων, και περιφέρων πάντοτε την σπάθην του εις της ερωμένης του τον λαιμόν, και γυμνών τα στήθη του και προκαλών τους πυροβολισμούς των στρατιωτών, εισήλθον εκείνοι εις τον οίκον, και τον συνέλαβον εν πάση πεζότητι.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν