United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του. Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης, ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του. Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων: — Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή!

Ο σίελος αποκτά τότε καταπληκτικήν ιδιότητα ώστε διά της απλής επιθέσεως αυτού όχι μόνον ο όφις καταλαμβάνεται υπό νάρκης, αλλά θεραπεύονται τα τραύματα και εκλείπουσι τα φαινόμενα της δηλητηριάσεως. Απώνα αρμότον άλλονε. σ. 93. Αρμός ή άρθρωσις . Όθεν και η συνήθης απειλή. » Θα σε κόψω από αρμόαρμό. » Ανάθεμα την ώρα, Που ο Γούμενος τ' άη 'Γιαννιού από την Αρτοτίνα σ. 93

Μάνα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να ταλλάξουμε; . . . Πού είν' η Αμέρσα; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε. — Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ. Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης. — Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας!. . απήντησε.

Και ουχ ήττον έμεινες ευχαριστημένος, ολιγαρκής και κυριευόμενος υπό αυταρέσκου νάρκης, ομωνύμου με το τρυφερόν εκείνο άνθος, το οποίον εζήτει μεν από σε, έλαβε δε από τον φίλον σου η Πολύμνια.

Οι θεαταί εγκατέλειπον τας θέσεις και μετέβαινον εις τας διόδους, όπως απαλλαχθώσι της νάρκης των ποδών και συνομιλήσωσι. Οι Αυγουστιανοί ετέρποντο εις το θέαμα του Χίλωνος και έσκωπτον τας ανωφελείς προσπαθείας του θέλοντος να αποδείξη ότι ήτο ικανός να βλέπη το αίμα, αν και δεν υπέφερε τοιαύτα θεάματα η ελληνική καρδία του. Οι Αυγουστιανοί όμως εξηκολούθουν να τον πειράζουν.

Το ιστίον της λέμβου ταύτης εκυμάτιζεν ελαφρώς εκ του δροσερού απογαίου σχηματίζον πτυχάς πλην μετά τινος νάρκης ως από κοπώσεως μακρού πλου, και μάλλον εκρέματο από του ιστού ως ιμάτιον βαρύ από καρφίου· πλην η λέμβος είχε δρόμον κ' εθραύετο ένθεν και ένθεν το αργυρόχρουν κύμα εις τας λείας παρειάς αυτής, κ' εσχηματίζετο όπισθεν αργυρόχρυσος άλλη αύλαξ, ην εθεώρει με τον ένα οφθαλμόν πλαγίως ακουμβισμένος ο γέρων πηδαλιούχος, προσπαθών ίσως να διίδη εις τα μυστικά βάθη του πόντου του κόσμου το όνειρον.

Μέσ’ απ’ την κάμαρη ακούστηκε άξαφνα η στριγγλιάρικη φωνή της γριά-καρακάξας της Χαρζανοπουλίνας: « Αχού, Βεργινία μου ! τι κακό που σούρθε ! Αχού, περιστεράκι μου! και που μας αφήνειςκαι το ψεύτικο παράπονο του μυρολογιού της ξέσχισε το πέπλο της σιγαλιάς και της νάρκης της φεγγαράτης νύχτας Ένα σκυλλί μέσα σε μιαν αυλή ξύπνησε κι άρχισε να ουρλιάζη... Ήτον αργά πια.