Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Λοιπόν δεν σ' εμπιστεύονται; — Φαίνεται. — Και δεν βλέπεις τίποτε; — Από πού; — Από καμμίαν τρύπαν. — Δεν έχει τρύπαν. — Δεν ακούεις τουλάχιστον; — Τι ν' ακούσω; — Τι λέγουν. — Δεν ακούεται. — Δεν μυρίζεσαι τον αέρα, δεν έχει τίποτε σημάδια; — Τι σημάδια; — Τίποτε οπού να μπορή να καταλάβη κανείς; — Τίποτε. — Κρίμα! — Διατί; — Διότι είνε καλά να ειξεύρη κανείς απ' όλα.

Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρετο πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσατην αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσεεμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, καιτα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλίαίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσαταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία

Καίσαρ ο κοσμοκράτορας, νεκρός και χώμα καμωμένος, εις κάποιαν τρύπαν έτυχε ως φραγμός του ανέμου διωρισμένος· θαύμα! ο πηλός εκείνος, 'πού την γην είχε κατατρομάξη, τοίχον, ιδέ, σου χρίζει απ' τον Βορειά τους άλλους να φυλάξη. Πλην στάσου! στάσου! παραμέρισε! Δεν βλέπεις; ο Βασιλέας, η Βασίλισσα και όλοι

Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

Τέλος πάντων επέστρεψα εις την πατρίδα μου, και τα βάσανά μου ετελείωσαν. Ήρχισα πάλιν να χαίρωμαι, διότι κανείς δεν με ύβριζε. Μολονότι είχα την τρύπαν, όλοι με είχαν διά καλήν δραχμήν. Όσον και αν καταφρονηθή κανείς, θα έλθη ημέρα δικαιοσύνης και ανταποδόσεως! Αυτά έλεγεν ή δραχμή. Ήτο μίαν φοράν μία σακκορράφα, και εφαντάζετο ότι ήτο ωραία. Ήθελε να περνά, διά βελόνη του κεντήματος.

Μου επέρασεν έν σχοινάκι εις την τρύπαν μου, και με εκρέμασεν εις τον λαιμόν τον μικρόν υιού της γειτόνισσας, ωσάν να ήμην στολίδι και όχι νόμισμα. Το παιδάκι εχαμογέλασε και με εφίλησε, και την νύκτα εκοιμήθηκα επάνω εις τον ζεστόν λαιμόν του. Την αυγήν η μάνα του παιδιού με επήρεν εις τα δάκτυλά της και με εξέταζεν. Αμέσως εκατάλαβα ότι είχε κακούς σκοπούς.

— Ε, δεν μιλάς· δεν θα πάρης κ' εσύ το 'δικό σου, γέρω Μάρτη; είπεν εις αυτόν ο Φλεβάρης, ο γείτων του. — Αμ τι να πάρω εγώ, ο παληόγερος· εδωπά θ' ανοίξω τον πύρο μου να πιώ λιγάκι. Και άνοιξε μεγάλην τρύπαν εις το κατώτατον μέρος του βαρελιού.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν