Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Στ' όνειρό μου οι Νύμφες μου διηγήθηκαν τα χτεσινά σου δάκρυα και με προστάξανε να σε σώσω, μαθαίνοντάς σε τις δουλιές της αγάπης. Κι αυτές δεν είναι φιλήματα κι αγκαλιάσματα κι όσα κάνουν τα κριάρια κ' οι τράγοι· άλλα πηδήματα είναι αυτά και πιο γλυκά από κείνα, επειδή έχουνε γλύκα για περισσότερο καιρό.
Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην· τα μόνα ίχνη τα οποία αφίνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα! . . . Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της . . .
Η έλαφος βλέποντάς τον που επλησίαζε, σηκώνεται ελαφρά και κάνει δύο τρία πηδήματα, έπειτα ρίχνεται εις το νερόν, εις τρόπον που δεν εματαφάνη πλέον. Όθεν ο βασιλεύς της Κίνας ξεπεζεύει ευθύς, πάσχει, γυρίζει ολόγυρα της πηγής, ανακατώνει το νερόν, χαλεύει το κυνήγι μα μη ξεσκεπάζοντας τίποτε με τα χαλέματά του, μένει εις μεγάλην απορίαν διά τούτο το συμβεβηκός.
Πόρτες ανοιγοκλείστηκαν παράθυρα μανταλώθηκαν πηδήματα στους κήπους, στις καλαμιές ακούστηκαν, όσοι τόχαν να φύγουν τόστριψαν κ' οι άλλοι αρσενικοί και θηλυκοί απόμειναν στη θέση τους με κρυφό καρδιοχτύπι, κάμνοντας πως δεν έβλεπαν τάχα τον υπενωμοτάρχη και τους χωροφύλακας, κοιτάζοντας αλλού, φωνάζοντας θαρρευτά αναμεταξί τους.
Βέλη, δόρατα και σούβλες των θυμάτων, μαχαίρια από εκείνα που σφάζουν τους ταύρους, έπεφταν εμπρός εις τα πόδια του. Εκεί να έβλεπες τι πηδήματα τρομερά έκαμνε διά να προΦυλαχθή.
Τα περασμένα χρόνια του, τώνα σιμ' από τάλλο, Μισοσβυσμένα, σκοτεινά, χωρίς να τα φωτίζη Της νειότης το ξημέρωμα, τη μνήμη του χτυπούνε Με το νεκρό τους τον αφρό. — Θυμήθηκε την ώρα Που θρονιασμένος βασιλειάς 'ς του αλόγου του τη ράχη, Μ' ένα με δυο πηδήματα, βορειάς, ανεμοζάλη, Πετάχτηκε 'ς την Αραπιά. — Τα σωθικά του τότε Δεν τα φαρμάκευαν κρυφοί και φλογισμένοι πόθοι, Ούτε του κόσμου ψεύτικαις αναλαμπαίς και δόξαις.
Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Ψυχή δεν περνούσε απάνω στο έρημο δρομαλάκι, το χώμα του ήτανε ξερό και το χρώμα μονότονο κάτω απ' το φως. Ένα γαϊδουράκι μονάχα νεογέννητο, ξαφνισμένο απ' την πρωτόφαντη ομορφιά του κόσμου, ξέφυγε μια στιγμή απ' τη μάννα του, που έβοσκε δίπλα στο γρασίδι, κ' έφθασε με τρελλά πηδήματα ως εκεί.
Στο χωριό, που σκύβουν κι όλο σκύβουν οι χωριανοί, να μην αποκοτάη ο πιο σκυμμένος να ξεστομίση ευκή του Μετζίτη, και στην «Επτάλοφο» Πόλη, μέσα στα φυλλοκάρδια του Βυζαντίου, δυο πηδήματα μακριά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολή,» να βρίσκεται νοικοκύρης με γυναίκα και με παιδιά να θυμώνη που έθεσα μικρό λουλούδι στον τάφο της λευτεριάς του! Αυτό δε γίνεται. Αυτός πρέπει να γεννήθηκε σε χαρέμι.
Ο προύχοντας πήρε αυτά τα δυο σημάδια, δηλαδή το χλιμήτρημα του μουλαριού και τα πηδήματα του σκυλλιού για καλόν οιώνα, και φώναξε δυνατά: — Τα σχαρήκια, Κώσταινα...
Πού είναι τώρα τα νοστιμόλογά σου; τα πηδήματά σου; τα τραγούδια σου που η αστραψιαίς της ιλαρότητός σου, οπού κάθε φορά εις το τραπέζι ετρικύμιζαν όλην την συντροφιά των καλεσμέ- νων; Απ' όλα εκείνα δεν σου μένει ουδέ ένα διά να ανα- παίξης τώρα αυτό σου το πικρόγελο; ξεμαγούλωτος τε- λείως; — Πηγαίνετε τώρα εις την κάμαραν της σεβαστής μου κυράς και ειπέτε της να βάφεται με ένα δάκτυλο φτεια- σίδι, και πάλιν τέτοια θα καταντήση η θωριά της· κάμε την να γελάση με τούτο. — Οράτιε, παρακαλώ σε, ειπέ μου ένα πράγμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν