United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά όμως όλα πώς να τα ξεστομίση με τρόπο που να μην αποτρελλαθούν από τη χαρά τους οι μυριοβασανισμένοι οι γονιοί της, αυτό ως την ώρα ο Μυλόρδος δεν το καλοσυλλογίστηκε τόσο λίγο ίσως τόλπιζε να τους βρη. Αποφάσισε λοιπό να τους καλονυχτίση και να συχάση αυτή τη νύχτα, αφού είπε και ξαναείπε της κερά Φωτεινής πως καλά κάμνει κ' ελπίζει πάντα.

Της είχε κρυφοπατήσει το πόδι της κόρης της μην τύχη και ξεστομίση τίποτις άπρεπο, κ' έτσι την τρόμαξε τη μικρή. Ο νωνός αντίκρυ, που την ήξερε τη νοικοκερά, άνοιξε αμέσως κουβέντα με τον Παυλή για το βράχο, ως πόσα σκαλοπάτια μαθές νάχη. Πού να τα ξεκολλήση όμως τώρα τα μάτια του από τη Σμαράγδα ο σαστισμένος ο Παυλής! Ταπομάντεψε το τι έτρεξε, και ντρέπουνταν αυτός για την κόρη.

Στο χωριό, που σκύβουν κι όλο σκύβουν οι χωριανοί, να μην αποκοτάη ο πιο σκυμμένος να ξεστομίση ευκή του Μετζίτη, και στην «Επτάλοφο» Πόλη, μέσα στα φυλλοκάρδια του Βυζαντίου, δυο πηδήματα μακριά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολήνα βρίσκεται νοικοκύρης με γυναίκα και με παιδιά να θυμώνη που έθεσα μικρό λουλούδι στον τάφο της λευτεριάς του! Αυτό δε γίνεται. Αυτός πρέπει να γεννήθηκε σε χαρέμι.

Από την πολλή την εθνική μας την περηφάνεια, ταγαπούμε τα σκουλήκια που κρυφοτρών τη ρίζα της ρωμιωσύνης. Χαρήτε το καλοί μου σοφοί, για τα σας έγεινε το έθνος! Τυραννείτε το, και μη φοβάστε! Μια κατάρα δε θα σας ξεστομίση το έθνος.

Κρίνεται λοιπόν ο Τιμάσιος και ξορίζεται στη Λιβύα. Πήγε στην έρημο, και πια δε ματακούστηκε. Κατόπι, για να μην τύχη και τα ξεστομίση αυτά ο Βάργος της γυναίκας του και μαθευτούνε, τονέ θανατώνει κι αυτόν. Τέτοιος είταν ο Πραιπόσιτος.

Άρχισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίση.

Δέκα χρόνια γεροντώτερος κινούσε κατά το σπίτι του ο Προεστός σαν τάκουσ' αυτά. Τα δηγήθηκε της γριάς του. Κλαίγοντας η γριά τα ξανάειπε του γυιού της. Μα εκείνος μόλις τάκουσε, και δίχως μήτε λέξη να ξεστομίση, σέρνει κατά τον πύργο και γυρεύει να δη τον Αγά. Έλειπε ο Αγάς στο Μεζλίσι εκείνη την ώρα. Περίμενε λοιπό στην αυλή ο Ηλίας.