United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίαν βλέμμα προς την κλαβανήντην οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειονεξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Ετρεξε προς την θύραν.

Όταν το λοιπόν άρχισε το ανεμοσκόρπισμα, πρώτος ο Αντρέας ο Μορφόπουλος βρέθηκε σε θέση να πάρη ένα μοιράδι. Πήρε ίσαίσα εκείνο που είχε τα χτίρια των προγόνων του. Τώρα ήταν σωροί λιθάρια· μα δεν τον πείραξε. Τα σύναξε με σεβασμό κ' έχτισε όπωςόπως το σπιτάκι του. Τόχτισε όχι για να καλοκαθίση παρά για να σκεπαστή προσωρινά. Στρατόπεδο έκαμε, όχι κατοικία.

Το αίστημα αυτό κυρίευε μελαγχολικά εκείνον που καθόταν εκεί βυθισμένος στη διάθεση, που γεννούσε το μέρος αυτό, και του φαινότανε πως όλη η γήινη ευτυχία περιοριζότανε μόνο στο να ζήση εδώ, όσο να πέση το σπίτι και το παν να σκεπαστή από τάγρια φυτά και τότε ναποκοιμηθή κι αυτός με τα συντρίμματα και τα παλιά σαπισμένα δέντρα και να γίνη ένα με την άκαρπη γις, που φαινότανε σα να κουράστηκε κι αυτή να κρατά απάνω της εκείνο, που είχε τον προορισμό να συντηρή τη ζωή των καλλιεργητών της.

Ας μη λεπτολογήσουμε για τη σκοτεινή και θλιβερή δίκη, που δεν εδέχτηκε ν' αποφύγη, ενώ μπορούσετο δικαστήριο ακόμη κι αυτό μαζί με τους φίλους του προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγη για να σκεπαστή το σκάνδαλο — κ' ίσως έπρεπε, γιατί ο πουριτανισμός από καιρό είχε λυσσάξει εναντίον τουούτε θέλησε ν' αποκρούση καθαρά την κατηγορία που ήταν πολύ αμφίβολη.

Δεν ήταν όμως έτσι στρωμένοι οι δρόμοι, ήταν στρωμένοι με μεγάλες πέτρες. Θα σας δείξω ένα πλακόστρωμα τέτοιο έξω από τα τείχη, στο δρόμο της Σηλυμβρίας. Τον έστρωσε, λέγουν, ο Ιουστινιανός». ― «Τι είναι, δω;» ― «Α, αυτό είναι έμβολος». ― «Δηλαδή;» ― «Σκεπαστή αγορά, με θολωτά καμαρωτά ταβάνια, καθώς βλέπετε, η μόνη που μας απέμεινε· μοναδικό δείγμα τέτοιου χτιρίου.

Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη, κι' έφυγε αγάλιασκεπαστή με την κατάσπρη μπόλιακρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. 420 Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τ' αρχοντικό παλάτι, τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες, κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα.

Οι βεράντες είτανε κι από τα δυο πλευρά του σπιτιού σκεπασμένες μ' αγριοκλήματα και το όλο έκανε την εντύπωση σπιτιού, που κιντύνευε να σκεπαστή από τα φυτά, να ταφή αποκάτω τους, να χαθή και να γίνη ένα με τη φύση.

Για να φανεί από την άλλη του πλευρά, πέρασα, από μια ξύλινη σκεπαστή είσοδο, από μιαν αυλή γεμάτη γυαλιά σπασμένα, χώματα, σανίδια και κάρβουνα· δεξιά, κοντά στα τείχη, ήταν ένας φούρνος πυρωμένος κ' έφτειαναν μπουκάλες, εργάτες που ψήνονταν κ' έλυωναν στην ανθρακιά. Αφού πέρασα την αυλή είδα το χαριτωμένο παλάτι, ολόκληρο, σχεδόν κολλημένο στο μεγάλο τοίχο.