Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
— Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε.
Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . . Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος.
— Αχ! και δεν έκαμα να φτάσω ένα κεράσι, να δροσίσω το στόμα μου, που είνε φαρμάκι. Ξέχασα να πιω μια σταξιά νερό πριν φύγω . . . Ας φτάσω στη βρύσι, μια! Τότε μόνον ενθυμήθη ότι δεν είχε πίη νερόν πριν εξέλθη από το κατωγάκι, όπου είχε διέλθει ολίγας αλλά τόσον μακράς εναγωνίους ώρας.
Και ενθυμήθη με πείσμα η γρηά τη νύφη της. — Από εκείνη την ξένη, από τη μάννα της, τόχει, αυτό το ελάττωμα από κείνη το κληρονόμησε χωρίς άλλο γιατί όσο για τ' άλλα, είνε λαμπρό παιδί, και μόνο αυτή την ψυχρότη δείχνει πως έχει, για να μην την διώ εγώ αποκαταστημένη. Και η αδημονία αυτή την έτρωγε χρόνια τώρα.
Έφεραν νέον παλάγκον, ενώ ο πλοίαρχος, μη ευκαιρών να σπογγίση τον ιδρώτα του προσώπου του, δεν ηδυνήθη να μη ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην την ακούσιον εκείνην αράν: «&Καλό μπλέξιμο!&», και βεβαίως, αν είχεν εμπρός του, αυτήν την φοράν, τον Αλέξανδρον τον Χάραυλον, κακό μπλέξιμο θα είχε μαζί του.
Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135 κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα. και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος, κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν, και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140 εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη. κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».
Ενθυμήθη την χαράν του γάμου της, την ευλογημένην εκείνην χαράν, ήτις ουδέποτε λησμονείται. Ενθυμήθη τας διασκεδάσεις εκείνας τας αθώας και τους χορούς, την αγαλλίασιν της αναπαύσεως και τα ζεύκια ταλησμόνητα, ς' τα πανηγύρια. Και ακόμη πορρωτέρω. Ενθυμήθη τας αγνάς του παρθενικού βίου της ημέρας, τας παιδικάς.
Είτα δε ήλθεν η Σιξτίνα, ης αι προτάσεις και αι αναμνήσεις ήσαν λίαν δελεαστικαί, ώστε υπεράνθρωπον κατόρθωμα θα ήτο διά την άπειρον νέαν να ενθυμηθή τας συστάσεις εκείνας και να μη ενδώση εις τας υπό της Σιξτίνας διδομένας αυτή νύξεις. Τέλος ήρχετο η μήτηρ Πια, η ηγουμένη, ήτις εζήτει να ματαιώση πάσαν εντύπωσιν εκ της δευτέρας προερχομένην και ν' ανατρέψη πάντα υπολογισμόν της πτωχής κόρης.
Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού· — Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας στείλη το θεωρείον της. — Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού. — Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της. — 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . . μας καθυποχρέωσε! Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν