United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ραψωδία Φ Τότετον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων, αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα. και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5 'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο, χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας, με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100 κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν· του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε, εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον, 'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον· εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105 «Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξετον Άδη; όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπούτην πόλιν άλλο δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων. μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110 ή εχθροίτην γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν; 'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι. και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115 Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα, να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβιατην Τρωάδα; κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εννοείς τον Οδυσσέα• αλλ' αυτός δεν θα θελήση βέβαια να βλάψη ούτε σε ούτ' εμέ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Είναι πολύ πανούργος, ως γνωρίζεις, και πάντοτε συντάσσεται μετά του πλήθους. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τωόντι. Έχει και το μέγα κακόν να ήναι λίαν φιλόδοξος.

Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος• και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα, μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155 και ταις ημέραις κάθοντανακροθαλάσσια βράχη, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθητην ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε•

Και βεβαίως, καλέ Εύδικε, πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να ερωτήσω τον Ιππίαν μερικά από όσα έλεγε προ ολίγου περί Ομήρου. Διότι και από τον πατέρα σου τον Απήμαντον ήκουα, ότι η Ιλιάς είναι καλλίτερον έπος του Ομήρου από την Οδύσσειαν, και τόσον καλλίτερον, όσον και ο Αχιλλεύς είναι καλλίτερος από τον Οδυσσέα.

Οδύσσεια: Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Όμηρου διηγείται την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο, επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η Ιστορία, τα ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων, περιλαμβάνονται και συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση.

Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. και άμ' έφθασαντα δώματα του θείου Οδυσσέα, εις ταις καθήκλαις.

Βέβαια, διότι δεν σκέπτεσαι καλά, Σωκράτη μου. Διότι, όσα ψέμματα λέγει ο Αχιλλεύς, δεν φαίνεται ότι τα λέγει εκ προαιρέσεως αλλά ακουσίως, διότι ηναγκάσθη από την συμφοράν του στρατοπέδου να μείνη και να βοηθήση. Ενώ, όσα λέγει ο Οδυσσεύς, τα λέγει εκουσίως και εκ προαιρέσεως. Σωκράτης. Προσπαθείς, φίλε μου, να με εξαπατήσης και μιμείσαι ο ίδιος τον Οδυσσέα. Ιππίας. Διόλου μάλιστα, καλέ Σωκράτη.

Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμεαυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαιςτον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμετου γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικάανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.