United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και του δίνει τα τυριά σαν δώρο, επειδή ήταν από καιρό φίλος, από τότε που έβοσκε κι αυτός. Κάνοντας αρχή από δω άρχισε να του λέη και για την παντρειά της Χλόης.

Υψηλά από το μικρόν σαθρόν καλύβι, όπου ήτο έν παληοχώραφον ανάμεσα εις τα ορμάνια, όπου έβοσκε πέντε ή έξ ψωραλέας αίγας ο Νικολός ο Μπασιόλης, μακρόθεν επί πολλήν ώραν ετηλεσκόπει την Μαλαμμώ, ώστε είχε αποκάμει στα μάτια να την κυττάξη, κ' εμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ' τα δόντια του: «Πού τα πάει αυτή, τρομάρα της, τα παληοσάδια

Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα Έχθρα κρυφή, παντοτεινή, για τάνθη, για ταστέρια Για του παιδιού την ευμορφιά, κ' έτρωγε με το μάτι Ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη. Έκλωθε τη σαπύλα του στρωμένοςτα ξεσκλίδια Που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.

Πέφτουν όλοι στη θάλασσα, μα όχι με την ίδια ελπίδα γλυτωμού. Οι κουρσάροι είχανε κρεμασμένα στο πλάι τους τα σπαθιά κ' εφορούσαν τα λεπιδωτά μισοθωράκια κ' είχανε δέσει τα ποδήματά τους ως στη μέση της άντζας, ενώ ο Δάφνης ήτανε ξυπόλυτος, επειδή έβοσκε στον κάμπο, κι αλαφροντυμένος γιατί έκανε ακόμη ζέστη.

Έν απόγευμαήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και έφευγαν καταφοβισμένα, το έν επάνω εις το άλλο.

Οι δε επεθύμουν την οικονομικήν αναγνώρισιν του πρωτείου του Πάπα, την διά προχείρων φαρμάκων θεραπείαν της μονομανίας ταύτης ήτις έβοσκε τους δυτικούς, και συνάμα τον μυκτηρισμόν αυτής, ελπίζοντες πρόσκαιρον σωτηρίαν διά του μέσου τούτου.

Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του: — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του.

Οι γονιοί σου μονάχα τα ξέρουνε. Είναι πολλές ώρες μακριά από δω το χωριό μας. Το καημένο το χωριό μας! Δεν το ξαναείδ' από τότες! Το καλυβάκι μας δεν είτανε μες το χωριό, είταν όξω, μέσα σε λόγγο δέντρα γεμάτο. Παραπάνω είταν η βοσκή, και κει έβοσκε τα γίδια του ο θειος μου ο Νικολής. Αμ' αυτός δα με προίκισε και με πάντρεψε. Εγώ είμουνα χρόνια ορφανοκόριτσο. Με πήρε και μου έδωσε το Γιωργή μου.

Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε. — Παγώνα! ε! Παγώνα! — Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίζων την φωνήν της. — Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;

Εκράτει εκ του σχοινίου το ζώον του, το οποίον έβοσκε μεταξύ των ακανθών επί της μικράς τριγώνου εκτάσεως της χωριζούσης το παρεκκλήσιον από το χείλος του κρημνού, το εκράτει δε σφικτά προσέχων μη το ζώον πλησιάση πέρα του δέοντος εις την άκραν. Ο Κ. Σπυράκης επανέλαβε τον λόγον· — Ο Μίχος είχεν έλθει από πρωίας εις τα κτήματα των εδώ πλησίον, όπισθεν του κρημνού.