United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.

Τον ίδιο σκοπό έχω κ' εγώ· τις ίδιες ελπίδες. Μη δεν είμαι παιδί του πατέρα μου; Θαν τα δουλέψουμε τα χωράφια· μα θαν τα δουλέψουμε αλλοιώς. Άλλος καιρός τότε άλλος τώρα. Για τούτο κ' εγώ θα πάρω άλλο δρόμο. Δε θαν τα οργώσω τα χωράφια εφέτος· θαν τα σκάψω. — Θα φυτέψης αμπέλι; τον έκοψε η κυρά Πανώρια. — Όχι· θα ξερριζώσω κ' εκείνο το λίγο.

Εάν κανείς επαινέση την συντήρησιν αιγών και ειπή ότι είναι καλόν κτήμα το ζώον τούτο, κάποιος άλλος όμως ιδή αίγας να βόσκουν χωρίς βοσκόν μέσα εις χωράφια καλλιεργημένα και να κάμνουν ζημίας και τας κατακρίνει καθώς και κάθε βόσκημα αδέσποτον ή με κανένα κακόν φύλακα και δι' αυτό τα κατακρίνη, άραγε την κατηγορίαν αυτού του ανθρώπου πρέπει να την παραδεχθώμεν ότι ημπορεί ποτέ να είναι οπωσδήποτε ορθή;

Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη. — Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος. — Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε.

Καθώς από το σπήλαιον Εκβάς ο λέων πληγόνει, Σκοτόνει, διασκορπίζει Τολμηρών κυνηγών Πλήθος Αράβων. Καθώς εις τον χειμώνα Το νερόν υπερήφανον Του χειμάρρου κυλίεται, Και τα χωράφια χάνονται Βοσκοί και ζώα. Ή καθώς την αυγήν Εξαπλόνετ' ο Ήλιος, Και τ' άστρα τ' αναρίθμητα Από τον μέγαν Όλυμπον Πάντα εξαλείφει.

Με περιβόλια, με νερά, με δέντρα και με κάμπους, Και γύρα σ’ όλα τα χωριά, κι’ όλα τα χωριουδάκια, Χωράφια με γεννήματα, πυκνά και μεστωμένα, Κι’ αμπέλια χοντροκούτσουρα, πρατύφυλλα, γεμάτα Σταφύλια κατακόκκινα και κίτρινα σταφύλια, Κι’ ανάμεσα από τα χωριά και τα καλά χωράφια Κοπάδια γιδοπρόβατα, και βώδια και φοράδια Κι’ ανθρώπους ν’ αναδεύωνται και να μοχτούν με πόνο, Και κάπουκάπου κένταγε γυναίκες να λευκαίνουν, Μ’ άσπρα ποδάρια ολόγυμνα μες το νερό χωσμένα, Και κοπελλιές πανέμορφες στες ράχες να χορεύουν.

Ποιος ξέρει αν δεν θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα της αβραγιές και τα χωράφια. Η Λελούδα θα φοβάται να 'ρθή μαζί μου. — Ακούς τι σ' λέω, Κουμπίνα; Εσύ να την καταφέρης να 'ρθή μαζί σου.

Κι' εκείνοι εφτύς σαν τ' άκουσαν, τα σύνεργα τοιμάζουν, να παν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλοι να κόψουν ξύλα. 418 Κι' απέ, σαν πρωτοχρύσωνε ο Ήλιος τα χωράφια 421 και μέσα απ' τ' Ωκιανού βαθιά τ' αγαλιοδρόμο κύμα ανέβαινε στον ουρανό, κινούν με τα μουλάρια.

Ας γυρίσουμε πίσω στα πιο χαριτωμένα χωράφια της φιλολογίας. Τι έλεγες; Ότι πιο δύσκολο είναι να μιλήση κανείς παρά να το κάνη; Ασφαλώς βλέπεις τώρα πως έχω δίκηο. Όταν ένας άνθρωπος ενεργή, είν' ένα νευρόσπαστο. Όταν περιγράφη, είναι ο ποιητής. Εδώ είναι όλο το μυστικό.

την ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει Που σκύφτει τα νερά να πιη τα κρυσταλλένια Και ξάφνου σαϊτιάτην πλάτη το λαβώνει· Στρέφεται αυτό, κυττάει με πόνο την πληγή του. Πάσχει ν' απαλλαχτή, δεν δύνεται το μαύρο, Κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα Βοήθεια λες ζητάει. Ολόυρα από τον κάμπο Πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια αλλούθε Με ολόχρυσα σπαρτά, με θημωνιές, με αλώνια.