Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα. Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις. Το ήπιε. Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο.
— Η Πούλια έγυρε να βασιλέψη, είπε σιγά-σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθήτε, να ξυπνήσωμε πάλι την αυγή... — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα. Όλη την ημέρα — ανήμερα του Χριστού — η «Μαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μώλο. Ο Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανή καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακρυά απ' τη βάρκα του.
Είναι βέβαιο ότι αυτή είχε σταθερή απόφαση να κάνη το παν για να απομακρύνη τον Βέρθερο· και αν ανέβαλλε, ήτανε από μια εγκάρδια, φιλική επιείκεια, γιατί ήξερε πόσο θα του εκόστιζε και ακόμη ότε αυτό θα του ήτανε ίσως αδύνατο. Κατά την εποχή αυτή αναγκάσθηκε να το κάνη σοβαρά.
Κι' ο Γερακαλαμένιος μας αράδιεζε κομμάτια από τα πολλά του Σκεντέρμπεη. Μας έλεγε: — Πριν γεννηθή ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά, η μάνα του, βασίλισσα της Αρβανιτιάς, ωνειρεύτηκε πως θα ν' αποχτούσε θεριό ανήμερο κι ανυπόταχτο. Και σα γεννήθηκε, από τα μικρά χρόνια παιγνίδια του ήτανε τ' άρματα.
Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στρημμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρη μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά. — Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει. Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα.
— Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου, έλεγε δικαιολογούμενος ο Ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορά που εγελάσθηκα. Αλλά πάλιν δεν εγελάσθηκα. Η θέσις εκείνη ήτανε αληθινά διά καφενείον. Αλλά το καφενείον θέλει και καφετζήν. Ο Σπύρος ενόμισεν ότι ο καφετζής πρέπει να κάθεται και εδώ είνε που την έπαθε. Κανένας δεν πρέπει να κάθεται, Αρφανούλα μου, όταν έχη δουλειά.
Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.
Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Πες μου, Λέλα μου. ΛΕΛΑ — Το εμπόδιο δεν ήτανε η κόρη του. Η ταραχή του δεν ήταν η κόρη του. Τα έμαθα όλα χθες το βράδυ. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τι; ΛΕΛΑ — Το ταξείδι του στα λουτρά ήτανε για να συναντήση μια παλιά του ερωμένη. Εχθές όλο το βράδυ ήτανε μαζή της. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τον ξαναείδες από εχθές. ΛΕΛΑ — Όχι. Τούγραψα όμως σήμερα το πρωί. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τα παράπονά σου;
ΞΟΥΘΟΣ Παιδί μου, για να σ' εύρω εγώ, ήτανε δίκηα η κρίσι που έκαν' ο θεός, και συ μ' εμέ συναπαντήθης, και βρήκες τον πατέρα σου, που πρώτα δεν τον ήξερες. Ό,τι εγύρευες και συ, αυτό κ'εγώ ποθούσα: να βρούμε τη μητέρα σου που σ' έδωκε'ς εμένα, ας μπιστευθούμε στον καιρό, κ' ίσως κι' αυτή τη βρούμε.
— Ο Καπετάν-Πρέκας! Δεν τονέ βλέπεις; Ο βαρκάρης σέρνοντας το σκοινί, να το δέση στην πρύμη, σήκωσε μια στιγμή το δεξί του χέρι κ' έκανε, το σταυρό του. — Κύριε ελέησον! Τούτο πάλι ήτανε απ' τάγραφα... Δεν είπε άλλο λόγο. Σιγουράρησε το σκοινί πίσω στην πρύμη και ξανακάθησε στο κουπί. — Έλα! Τράβα να γυρίσωμε! είπε στο παιδί. Τη δουλειά μας την κάναμε σήμερα! Πιάσαμε μεγάλο ψάρι..
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν