Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Ερωτώ έκπληκτος: — Και ποίος ήτον ο Διαβάτης εκείνος, ο τόσον λαμπρός, όστις υπερέβαλε σε, τον βασιλέα του άσματος και της χαράς;
— Βάβα! βάβα! είπεν αίφνης διακόψασα το τραγούδι· βυζαίνουν τα κατσίκια! — Αλήθεια μωρή! είπεν η γρηά. Και πλήρης χαράς παρετήρησεν ότι τα κατσίκια, εβύζαινον. Δόξα σοι ο θεός! Αι κατσίκες πρότινων ημερών είχον αβασκαθή. Ο Βόλας, ο οποίος επέρασεν εκείθε και είδε τους μαστούς των κατσικών πλήρεις γάλακτος, ήνοιξεν έκπληκτος τους οφθαλμούς του κ' εφώναξε: — Μωρέ! τι φόρτωμα πώχουνε!. . . .·
Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και να τελειώση . . . Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες. Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον, και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν φωνήν. — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση. — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.
Έκπληκτος, γελών και γοητευμένος, ο νεανίας έλαβε την μίαν κώπην, την ύψωσε κάθετον επί του ζυγού, εφ' ου εκάθητο, έλαβε την άκρην της μπαρούμας, και έδεσε δι' αυτής την κώπην επί του ζυγού. Είτα έλαβε την άλλην κώπην, και λύσας την άλλην άκρην της μπαρούμας από τον κρίκον της πρώρας, προσέδεσεν οριζοντίως την δευτέραν κώπην επί της πρώτης σταυροειδώς, ως κεραίαν επί του ιστού.
— Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.
― Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις; Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθέν μου την θύραν. ― Δεν με γνωρίζεις; ― Όχι. Ποίος είσαι; Είπα το όνομά μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του.
Ο νέος Μεμιδώφ δεν είνε δυνατόν να γνωρίση τον πατέρα του, χωρίς να μάθη ποίος υπήρξε.. Και την λύπην αυτήν η μητέρα δεν εννοεί να του την δώση κατ' ουδένα τρόπον. Ο Κώστας, μίαν στιγμήν, ως ξένος θαυμαστής, εναγκαλίζεται τον υιόν του και φεύγει ― Ποίος είνε αυτός που μ' εφίλησε με τόσην συγκίνησιν; ερωτά την μητέρα του έκπληκτος ο νέος Ολυμπιονίκης.
Κύριε! ελέησόν με την αμαρτωλήν!. . . Λέγει το Φάσμα: — Ακούεις; μετανοεί και προσεύχεται. Έκπληκτος ερωτώ: — Εις πόσους θεούς προσεύχεται; — Εις ένα. — Και θα εξαρκέση άρά γε η αιωνιότης ολόκληρος ενός Θεού, διά να συγχωρήση τοσαύτας απιστίας; Ενόμιζον ότι επεκαλείτε χιλίους θεούς με ισαρίθμους αιωνιότητας.
Μακρυά από την πραγματικότητα και με τα μάτια γυρισμέν' από τους ίσκιους του σπηλαίου η Τέχνη ξεσκεπάζει την τελειότητα τη δική της και ο έκπληκτος όχλος, που βλέπει το άνοιγμα του θαυμαστού πολυπέταλου ρόδου φαντάζεται πως η δική του ιστορία είναι εκείνη που ανιστοριέται εκεί, το δικό του πνεύμα εκείνο που βρίσκει νέα μορφή. Όμως δεν είναι αυτό.
— Ήκουσα ότι...ειξεύρεις ότι ο Μάχτος δεν είνε αδελφός σου, είπεν ο Πλήθων. Η περίφρασις δε αύτη εσήμαινεν: «Ήκουσα ότι...αγαπάς τον Μάχτον». — Ειξεύρω βεβαίως ότι δεν είνε αδελφός μου, είπεν η Αϊμά ερμηνεύουσα κατά γράμμα την φράσιν. — Λοιπόν... μήπως τυχόν θέλεις;...„ — Τι να θέλω; ηρώτησεν απορούσα η Αϊμά. — Μήπως θέλεις να τον νυμφευθής; — Εγώ; έκραξεν έκπληκτος η Αϊμά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν