Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Εισήρχετο και εξήρχετο του κελλίου, εκαθάριζε τα βιβλία, τους ονύχας και την κόμην της, ηρίθμει τους κόκκους του κομβολογίου και εμέμφετο τον ήλιον ως βραδέως προχωρούντα προς την Δύσιν. Αι σύντροφοι αύτης ζηλεύουσαι την εύνοιαν, ην απήλαυε παρά τη Ηγουμένη, και φοβούμεναι μη κατεσκόπευε τους λόγους, και τα έργα των απεμακρύνοντο απ' αυτής μετά δυσπιστίας.

Λέγεις λοιπόν ότι είσαι βαπτισμένη; — Ναι. — Θα τους το είπω. — Εις ποίους; — Εις αυτούς οι όποιοι διέταξαν να έλθης εις το μοναστήριον. — Καλώς. — Και όταν άπαξ μάθουν τούτο, θα τους ερωτήσω περί σου. — Ναι, μήτερ μου. — Και θα σοι ανακοινώσω ό,τι μάθω. — Ευχαριστώ. Η ηγουμένη είχεν εκτελέσει την υποχώρησιν ταύτην σκοπίμως, και μετ' αυτήν επανήλθεν εις την προτέραν απαίτησίν της.

Η ηγουμένη, της ώρισεν άλλο διακόνημα. Η Αϊμά εσιώπησεν. — Εκ του στόματός μου, επανέλαβεν η μοναχή, δεν θα εξέλθη λόγος ψευδής, ουδέ δόλον θα μελετήση η καρδία μου. &Λαβάμπο ιν ιννοτσέντιμπονς μάνους μέας&. Η Αϊμά ουδέ λέξιν ενόει εκ των λεγομένων υπό της αδελφής Καρμήλης.

Ειμπορώ να πείσω τους ομοθρήσκους μου, όχι σας, είπε τολμηρώς η Αϊμά. — Πώς είπες; εψιθύρισεν η ηγουμένη, εκπλαγείσα, πόθεν εγίνωσκεν η νέα να κάμνη τοιαύτην διάκρισιν. — Δεν ανήκομεν εις την ιδίαν θρησκείαν, επανέλαβεν η Αϊμά. Και σας λέγω κ' εγώ, ότι δεν ειξεύρω αν είσθε βαπτισμένοι ή αβάπτιστοι. — Σιώπα, αυθάδης! έκραξεν αγανακτούσα η ηγουμένη. — Μη σας κακοφαίνεται διόλου.

Η αδελφή Σιξτίνα ουδ' εφαντάσθη να παραβή την διαταγήν ταύτην. Κατ' αρχάς εσκέφθη να κρυβή υπό την κλίνην της Αϊμάς, αλλ' είτα ενόησεν ότι τούτο θα ήτο ανωφελές διότι, αφού η ηγουμένη είχεν υποψίας, ευκόλως έμελλε να την ανακαλύψη, και τούτο θα ήτο το χείριστον. Όθεν έσπευσεν ανδρείως εις την θύραν και ήνοιξεν. Εισήλθεν η ηγουμένη. Ήτο γυνή πεντηκοντούτις, υψηλή, λευκή και κάτωχρος.

Δεν σέρνω ρωλόγι απάνω μου, απήντησεν ο Τρέκλας. — Και δεν ενήργησε τι η ηγουμένη, όπως καταδιώξη την φυγάδα; ηρώτησεν αύθις ο Πλήθων. — Ήθελε να στείλη εμέ κατόπιν της, απήντησεν ο Τρέκλας, και εκίνησεν άμα τους δυο πόδας, ώστε παρήχθη εντύπωσις ως θάμνου σειομένου υπό του βορρά. — Εύγε, είπεν ο Γεμιστός, μη δυνηθείς να μη υπομειδιάση. — Εύγε, επανέλαβεν ο Θευδάς.

Αλλ’ όταν κλαίη τις μόνος, τα δάκρυα τότε είναι αληθή και πικρά, ως πάσα εν τω κόσμω αλήθεια. Κρότος βημάτων εις τον διάδρομον απέσπασε μετ’ ολίγον την Ιωάνναν των θλιβερών αυτής λογισμών, και ανοιχθείσης της θύρας, εισήλθεν η Ηγουμένη, κρατούσα εκ της χειρός αγένειον νεανίσκον, φέροντα το ένδυμα του Αγ.

Είχεν ήθος σοβαρόν και ψυχρότατον· η παρουσία της μόνη προυξένει παγετόν εν καιρώ φθινοπώρου. — Τι θέλεις εδώ; είπε προς την Σιξτίναν ευθύς ως εισήλθεν. — Ήλθα να υπηρετήσω την ξένην, απήντησε τρέμουσα η μοναχή. — Τέτοια ώρα; Μεσάνυκτα; — Είνε μεσάνυκτα; είπεν αυτομάτως η Σιξτίνα, αγνοούσα πράγματι τι ώρα ήτο. — Λοιπόν τέτοια ώρα κάμνεις τας επισκέψεις σου; επανέλαβεν αγερώχως η ηγουμένη.

Κόμητες, δέσποιναι, ιππόται και ιεράρχαι συνωθούντο εν τη αιθούση του εν Ακυισγράνω ανακτόρου. Οι ραψωδοί έψαλλον τους άθλους του τροπαιούχου νυμφίου, οι μίμοι και αι ορχηστρίδες εκίνουν εις γέλωτα δι' αλλοκότων μορφασμών, οι κύβοι κατεκυλίοντο και ο οίνος εκυκλοφόρει εντός αργυροχείλων ποτηρίων. Αλλ' άμα το μαύρον μου ράσον εφάνη παρά την φλιάν της θύρας, άμα το όνομά μου, «Λιόββα η ηγουμένη!

Αι ώραι είχον παρέλθει, ήτο ήδη μεσονύκτιον. Η φωνή εκείνη εξεκάλεσεν αποτόμως τας δύο γυναίκας εκ του φανταστού κόσμου, εν ώ έπλεον, και επανήγαγεν αυτάς εις τον πραγματικόν κόσμον. — Σιξτίνα! επανέλαβεν η φωνή. — Ω Θεέ μου! είνε η ηγουμένη, είπεν η Σιξτίνα, αναγνωρίσασα την φωνήν εκείνην. Τι να με θέλη; — Ανοίξατε την θύραν, επανέλαβεν η φωνή.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν