Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Άλλοτε ίσως εχειρίζετο και αυτή τους φυσητήρας και εβοήθει και εις τα λοιπά έργα. Αλλά προ πολλού ήτο απηλλαγμένη ήδη της αγγαρείας ταύτης. Η γραία μαστόρισσα είχε συναισθανθή την ανάγκην της οικιακής τάξεως, και ανέθηκεν αυτήν εις την Αϊμάν. Πλην τούτου οι δύο νέοι γύφτοι είχον αγαθήν καρδίαν, και οσάκις έπαυον να τραγωδώσι, συνηγόρουν υπέρ της νεάνιδος πάντοτε.
Εδώ χρειάζεται ενέργεια. Αυτός ο άνθρωπος έχει κακόν σκοπόν διά την Αϊμάν. Εγώ πρέπει να την σώσω. Και ποίαν σωτηρίαν ειμπορώ να της κάμω, αφού δεν ειξεύρω τίποτε; Δεν πειράζει, θα μάθω. Τώρα, πρέπει ν' αρχίσω να ενεργώ. Ανάγκη να της είπω όσα ειξεύρω, και να μη τα κρύπτω. Τούτο είνε χρέος μου. Λοιπόν θα την φωνάξω εις τον κήπον... όχι, δεν πρέπει, αυτό είνε βάρβαρον.
Αλλά τις έπταιεν; Ο Πρωτόγυφτος είχε τρομάξει τόσον εκ της απειλής του εκατοντάρχου, ην δεν είχε σκοπόν εκείνος να εκτελέση, ώστε έγεινεν άφαντος την αυτήν νύκτα, καθ' ην είχε πωλήσει την Αϊμάν. Ουδ' ετόλμησε να επανέλθη εις την καλύβην, όπως λάβη μεθ' εαυτού τον θησαυρόν του. Εσύριξε μόνον μίαν λέξιν εις το ους του Βούγκου, αλλ' ούτος ουδέν ενόησε.
Η προς τον νέον στοργήν αυτής ήτο αδελφική, παρομαρτούσης και της ευγνωμοσύνης επί τη χρηστοτέρα φιλοφροσύνη, ην επεδείκνυεν ο νεαρός Αθίγγανος προς αυτήν. Και αυτού δε του Μάχτου το προς την Αϊμάν αίσθημα δεν ωνομάσαμεν ρητώς έρωτα, αν και ως τοιούτο απ' αρχής το ενοήσαμεν. Λυπηρόν ότι η φαντασία τινών των αναγνωστών προέδραμε της ημετέρας.
Ο Γύφτος καταλιπών την Αϊμάν, έσπευσε προς το μέρος εκείνο με ελαφρόν και σταθερόν βήμα, ως να ήτο εξωκοιωμένος από πολλού να βαδίζη επί του εδάφους τούτου. Έκρουσε δε ασφαλώς και μετά πολλού θάρρους την θύραν της κατοικίας εκείνης. — Ποίος είνε; ηρώτησεν ένδοθεν. — Εγώ ο Πρωτόγυφτος Η θύρα ανεώχθη, και άνθρωπός τις επαρουσιάσθη εις το διάκενον. — Πού ευρέθεις εδώ; ηρώτησε.
Όσον διά τον ξένον, ούτος δεν έπαυε τας εκτενείς συνδιαλέξεις με τον Πρωτόγυφτον. Ο Μάχτος ενθυμείτο τον όρκον, ον είχεν ομόσει όπως ανακαλύψη το σχέδιον του ξένου, αν είχε τοιούτον ως προς την Αϊμάν, αλλ' η ατολμία αυτού ήτο πρόσκομμα. Νύκτα τινά μετά το δείπνον ο Πρωτόγυφτος και ο ξένος εξήλθον κατά το σύνηθες. Σημεία τινα είχον επισπάσει την προσοχήν του Μάχτου.
Η οικογένειά της σύγκειται εξ εργατικών οι οποίοι, αν και Γύφτοι, είνε καλοί άνθρωποι. Μίαν εσπέραν ήρπασαν έξαφνα την Αϊμάν, και το πρωί δεν ευρέθη εις την κλίνην της. Και αν δεν ήτον ο Τρανταχτής, όστις έχει σχέσεις με όλον τον κόσμον και μανθάνει όλα τα νέα, η οικογένειά της ποτέ δεν ήθελε μάθει πού ευρίσκεται η Αϊμά.
— Εκεί όπου είχες ρίψει την Αϊμάν, εις τον καταρράκτην. Ο Πλήθων ανεσκίρτησε. — Λοιπόν συ την έσωσες τότε; — Εγώ ο ίδιος. Ο Πλήθων συγκινηθείς έδωκε γενναίον χρηματικόν βοήθημα εις τον γέροντα Βράγγην, όστις μετά τον θάνατον του διασήμου και ημιγύμνου πολεμάρχου Γάρμπου, δεν εστρατολογείτο πλέον και εις ουδέν ηδύνατο να χρησιμεύση του λοιπού επί της γης. . .
— Δεν ειξεύρω, απήντησεν αδιστάκτως η Γύφτισσα. Βεβαίως δε, αν ηδύνατο να σκεφθή, ήθελε μετανοήσει διότι έσπευσε ν' απαντήση ούτω. Η απάντησις αύτη έκαμε την Αϊμάν να πεισθή περί όσων αμφέβαλλε. Δεν είξευρεν αν η κόρη της ήτο βαπτισμένη. Δεν ήτο άρα η μήτηρ της. Περί τούτου εσκέπτετο καθ' εκάστην η Αϊμά.
Αλλ' η Εφταλουτρού είχε γείνει άφαντος και, ως φαίνεται, δεν ηγάπα τους θριάμβους. Εν τούτοις ο ξένος, όστις ήτο ειλικρινής και δεν ηδύνατο να υποφέρη τα ψεύδη, παρετήρησεν ατενώς την Αϊμάν, και τη είπε· — Στη βρύσι, είπες, τα άπλωσες τα ρούχα, 'σ τη βρύσι; Η Αϊμά τω απηύθυνεν ικετικόν βλέμμα. Αλλ' εκείνος το απέκρουσεν. — Είνε αλήθεια ότι τα άπλωσες τα ρούχα 'στη βρύσι; επανέλαβεν αδυσωπήτως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν