United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πλήθων δεν ηθέλησε να ομιλήση εξ αρχής με την Αϊμάν απ' ευθείας, διότι κατά την συνάντησιν εκείνην, ην διηγήθημεν εν τω Α' μέρει του βιβλίου τούτου, ο φιλόσοφος είχεν εννοήσει ότι η Αϊμά δεν είχεν αποβάλει την ανάμνησιν της φρικώδους σκηνής, της εις τον καταρράκτην εκσφενδονίσεως, και έπασχεν είδος τρόμου επί παρουσία αυτού.

Ο Θευδάς ήθελε ναποσυρθή, αλλ' όμως έμεινε θεωρών εκ περιεργείας. «Κοιμάται!», είπε στραφείς προς αυτόν ο Μάχτος. «Άφησέ την να κοιμηθή», απήντησεν ο Θευδάς, κατά λάθος, διότι σκοπός του ήτο να είπη: «Εξύπνησέ τηνΗγνόει και αυτός πώς να εξηγήση τούτο, αλλ' όμως δεν επεθύμει ναφήση την Αϊμάν κοιμωμένην και ναπομακρυνθή εκείθεν. « Εξύπνησέ την! », είπεν ο Θευδάς, ζητήσας να επανορθώση το αμάρτημα της γλώσσης του.

Ας λέγη καθένας ό,τι θέλει, δεν ειμπορώ να τα βάλω με τον κόσμον εγώ. Ο Μάχτος κατελήφθη υπό παραδόξου αισθήματος, γείτονος προς τον ενθουσιασμόν, και εσίγησεν. Ούτε η άφιξις του πατρός αυτού, ούτε παν άλλο γεγονός ηδύνατο να διαταράξη την ευτυχίαν αυτού, διότι ησθάνετο αλλόκοτον και ανέλπιστον ευτυχίαν. Εάν έβλεπε την Αϊμάν ευτυχή, θριαμβεύουσαν, λατρευομένην, θα ήτο δυστυχής.

Περί της οπτασίας εκείνης, ήτις δις ενεφανίσθη καθ' ύπνον εις την Αϊμάν, διτταί υπάρχουσι γνώμαι. Εννοούμεν την μυστηριώδη εκείνην γυναίκα, περί ης δεν κατώρθωσεν η νέα να σχηματίση ευκρινή ιδέαν, αν ήτο όνειρον ή πραγματικότης.

Αλλ' αν και εκείνοι, προς ους θα έλεγε τούτο, θα το επίστευον, ο Σκούντας όμως δεν θα επίστευεν εις αυτούς. Τοσούτον δ' εκυριεύθη υπό του φόβου, ώστε είπεν αίφνης προς την ΑϊμάνΣηκώσου να πηγαίνωμεν. — Πού να πηγαίνωμεν; ηρώτησεν εκείνη καταπλαγείσα. — Εις τον δρόμον μας, απήντησε με ζοφεράν φωνήν ο Σκούντας. Η Αϊμά δεν ησθάνετο δυνάμεις ίνα υπακούση. Τα γόνατά της είχον αρχίσει να τρέμωσιν.

Έχεις δίκαιον. — Και ο αφέντης πού είνε; ηρώτησεν ο Πρωτόγυφτος. — Προ μιας ώρας ανεχώρησε διά την Σπάρτην. — Λοιπόν θα υπάγης και συ εκεί; — Αύριον πρωί. — Ναι, αλλά φύγε απ' εδώ να μη σε ιδή. Ο άνθρωπος εξελθών, εστράφη περί τον βράχον, και απεμακρύνθη ταχέως. Ο Γύφτος επανήλθε προς την Αϊμάν και τη είπε·Πάμε, κόρη μου. — Μας δέχονται; ηρώτησεν η νέα. — Μας δέχονται. Είνε καλοί άνθρωποι.

Πιάστε την! έκραξε φρυάττων ο Πρωτόγυφτος. Και ηθέλησε να συλλάβη την Αϊμάν. Αλλ' ο Σκούντας ετέθη ενώπιον αυτής και απέκρουσε τον Πρωτόγυφτον. — Θάρρος, Αϊμά, θα σε σώσω, έκραξεν ο Μάχτος, βλέπων μετά σπαραγμού καρδίας την νέαν όλην τρέμουσαν. Την στιγμήν ταύτην εισήλθεν η συνοδεία των οπλοφόρων. Ο μπάρπα Κατούνας ησθάνθη μεγίστην στενοχωρίαν, ως είδε τους νέους τούτους επισκέπτας.

Δεν επετρέπετο ημίν να πλάσωμεν απίθανα μυθεύματα προς εξήγησιν παραδόσεων απιθανωτέρων. Απηγορεύετο προσέτι ημίν να μηκύνωμεν επί πλέον την διήγησιν ταύτην, ήτις φόβος είνε μη κατέστη ήδη φορτική. Ευτυχώς εγκαίρως επήλθεν ημίν επίκουρος η ανακοίνωσις δύο ανεκδότων χειρογράφων, άτινα διηγούνται κατ' ίδιον όλως τρόπον τα περί της σχέσεως του Πλήθωνος προς την Αϊμάν.

Αποτέλεσμα των οδηγιών, ας είχε δώσει αυτώ ο άρχων, ήτο η σκηνή ην ανωτέρω διηγήθημεν, καθ' ην ο εκατόνταρχος παρέστησε τοιούτον μέρος, ώστε να εμπνεύση τρόμον εις τον Πρωτόγυφτον, να καταπτοήση τους άλλους πάντας και να αρπάση την Αϊμάν εκ των χειρών αυτών. Ο μόνος, όστις αν δεν εκέρδησέ τι, δεν εζημιώθη τουλάχιστον εκ της σκηνής ταύτης, ήτο ο Τρανταχτής.

Ένευσε δε προς τους στρατιώτας αυτού, και ούτοι απήγαγαν την Αϊμάν χωρίς αύτη να δύναται ν' αντιστή. Ο Μάχτος ησθάνθη νέον σπαραγμόν, ότε είδε την νέαν απαχθείσαν, αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη. Άλλως δε τω επήνεγκε παραμυθίαν τινά και ελπίδα η τελευταία αύτη σκηνή.