Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Το συμπέρασμα τούτο ηναγκάσθη να παραδεχθή και ο &άρχων& προσωρινώς Αλλ' ύστερον εσκέφθη, και ανεύρεν απορίας και φόβους εις την συνείδησίν του. Η σκέψις δε αύτη προήγαγεν αυτόν εις το να συλλάβη υπονοίας, ας επί μακρόν χρόνον έμελλε να ανακυκά εν τη ψυχή. Εν τούτοις η Αϊμά είχε γείνει άφαντος. Αι γειτονοπούλαι. Από τινος χρόνου και άλλο τι ηνώχλει την Αϊμάν.

Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;

Ο Πλήθων εξηκολούθει να πιστεύη ότι η Αϊμά ήτο ευτυχής μέλλουσα να νυμφευθή τον Μάχτον. Αλλ' όμως η ψυχρότης, ήτις εδείκνυεν επιμόνως η νεάνις, ήρχισε να εμπνέη αυτώ αμφιβολίας. Ο Πλήθων δεν επεθύμει βεβαίως κατά προτίμησιν τον γάμον τούτον. Ηδύνατο να εκδώση την Αϊμάν εις πλουσιώτερον και επιφανέστερον σύζυγον, και ευκόλως εύρισκε τοιούτον.

Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.

Συνείθιζε δε εις την οδόν, ότε έβλεπε μακρόθεν προσερχόμενον διαβάτην, να αρχίζη συχνόν και παρατεταμένον γογγυσμόν, όστις έπαυεν ευθύς ως ο διαβάτης παρήρχετο. Η τοιαύτη γραία, οσάκις συνήντα την Αϊμάν, αν μάλιστα ετύγχανεν επιστρέφουσα εξ αποτυχούσης επιδρομής, οίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω, εξέσπα κατά της αθώας νεανίδος πάσαν την οργήν και την λύσσαν της αποτυχίας, ως να της έπταιεν αυτή τίποτε.

Του λοιπού ο νέος κατελήφθη υπό τοσαύτης αιδημοσύνης, ώστε ουδ' ετόλμα να θεωρήση την Αϊμάν κατά πρόσωπον. Εκείνη τω ελάλει πάντοτε κυττάζουσα αυτόν ακλινώς, ούτος εταπείνου τους οφθαλμούς υπό το βλέμμα της. Ότε η Αϊμά είχεν εστραμμένον αλλαχόσε το βλέμμα, τότε ο Μάχτος την εθεώρει εξ εγκαρσίων και λαθραίως. Ησθάνετο δε ηδονήν θεωρών αυτήν ούτω.

Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα.

Έρριψε τελευταίον τεθλιμμένον βλέμμα εις τα πράγματά του και ετράπη εις φυγήν, εγκαταλιπών εις την διάκρισιν του εχθρού τα βαρέλια, τας φιάλας, τα ποτήρια και προ πάντων το συρτάριον, όπου είχε τας πενιχράς εισπράξεις του. Μετ' αυτόν εξήλθον αμοιβαδόν ο εκατόνταρχος και οι στρατιώται άγοντες την Αϊμάν, είτα ο Μάχτος και ο Σκούντας, είτα ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και οι λοιποί.

Και ταύτα λέγων επίστευεν ενδομύχως ο Πλήθων, ότι μεγίστην και αμύθητον προυξένει ευτυχίαν εις την Αϊμάν. Αλλ' οι θεοί, τοσαύτα απονείμαντες αυτώ δωρήματα, εφείσθησαν του μαντικού χαρίσματος, και δεν κατέστησαν αυτόν οιωνοσκόπον. — Και ευθύς μετά τον γάμον, επανέλαβε, θα σοι δηγηθώ τέλος την ιστορίαν εκείνην, δι' ην τοσούτον ανυπομονείς.

Λοιπόν, τη είπεν αίφνης ο φιλόσοφος, σύμφωνοι; Θα μείνης εδώ, αύριον θα έλθη ο Μάχτος, και θα σας νυμφεύσω. Δεν έχει ούτω; Η κόρη εδίσταζε. — Δεν απαντάς; επανέλαβεν ο ΠλήθωνΝαι, είπεν η Αϊμά πεπνιγμένη τη φωνή. Και ο Πλήθων εξήλθεν. Ουδέν καινόν. Εκείνο όπερ ηνάγκασε την Αϊμάν να προφέρη το πεπνιγμένον τούτο ναι, ήτο η ελπίς και η προσδοκία της αποκαλύψεως ην τη υπεσχέθη ο Πλήθων.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν