United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κύριος όμως δεν φάνηκε να εκπλήσσεται. Ύστερα από λίγο όμως ρώτησε. «Πού βρίσκεται; Μπορώ να τον γνωρίσω;» «Βρίσκεται στο Καλαντζάνους, στην ΓκαλούραΠολύ μακριά.

Τα λόγια που σου έλεγα τότες, πες μου, χρυσό μου, και σήμερις ακόμη και την ώρα αφτή που σου γράφω, δεν κελαδούνε μέσα στην καρδιά σου, σαν πουλάκια γλυκά; Το χάρηκαν της Χιός τα βουνά, το χάρηκε ο κόσμος, το τραγούδι της αγάπης που έκαμα, φως μου, για σένα. Μήπως το ξεχνάς; Όταν είσαι μακριά, παρηγοριά δεν έχω. Αναστέναζα και σε ζητούσα στο Πυργί· αναστενάζω και σε ζητώ στη Σαντορίνη.

Του φαινόταν πως ήταν νεκρός και πήγαινε, πήγαινε σαν μια κολασμένη ψυχή που πρέπει να φτάσει στην αιώνια μοίρα της. Στιγμές στιγμές όμως μια αίσθηση ανταρσίας τον ανάγκαζε να σταματά, να κάθεται στην άκρη του δρόμου και να κοιτάει μακριά.

Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κ' έφυγα. Τέτοια σπίτια θα βρης εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρής όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους Τούρκικους τους μαχαλάδες.

Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά.

Ωστόσο τη ρωτούσα και πολλές φορές μπορούσε να μου χαμογελά με μια τέτοιαν έκφραση, σα να έτρεχε η ψυχή της μακριά, με μιαν έκφραση, που μου βασανίζει ακόμα την ανάμνηση, γιατί ίσια ίσια αυτή η έκφραση είταν εκείνο, που προσπάθησα να νικήσω τόσα χρόνια κι ωστόσο κυριάρχησε και με νίκησε. — Δεν πρέπει να με ρωτάς, μου είπε μια φορά. Δεν το γνωρίζω και γω τι είναι.

Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Αλλά, συγγνώμην, αγαπητέ μου, που σε διακόπτω· μου φαίνεται πως αφίνεις το πάθος σου για την κριτική να σε παρασύρη παραπολύ μακριά. Γιατί πρέπει να παραδεχθής επιτέλους και συ πως είναι πιο δύσκολο να κάνη κανένας κάτι παρά να μιλήση γι' αυτό. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Πιο δύσκολο να κάνη κανένας κάτι παρά να μιλήση γι' αυτό; Καθόλου μάλιστα. Είναι μια χοντρή πλάνη του όχλου αυτή.

Ήμουν ακόμη άρρωστος και με φοβερή εξάντληση. Έβγαινα λίγο, αλλά και δεν πήγαινα μακριά 'πό το σπίτι μας. Μια μέρα στο μέρος 'κείνο συνάντησε μια γειτονοπούλα μας, ένα πολύ νέο κορίτσι, και το ρώτησε για μένα. — Το ίδιο είνε, είπε το κορίτσι. Κάθα μέρα τόνε τινάσει και δεν απόμεινε ο εμισός. Ανέγνωρο γίνηκε το κακορρίζικο απού την αδυναμία. — Κείντα λένε πως έχει; — Χτικιό 'κουσα πως έχει.

Κι όταν το χέρι του ενός ζητούσε το χέρι του άλλου, το κάναμε μόνο γιατί γνωρίζαμε πως ο ένας δεν μπορούσε να το υποφέρη να είναι μακριά από τον άλλον, αν κ' οι δυο μας το αιστανόμαστε πως καταβάθος είμαστε μακριά. Τα παιδιά μπαίνανε να μας καλονυχτίσουν. Τα φιλούσαμε και τα κοιτάζαμε που φεύγανε.