Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Εσέ, που τη σαΐττα σου μακριά σωστά την έσυρες κι εκέρδισες την πάσαν ευτυχία, -Ω Ζευ αφού πρώτα κατέστρεψες το τέρας το νυχάτο που ετραγουδούσ’ αινίγματα, και που τας Θήβας έσωσες απ’ τους πολλούς θανάτους° γι’ αυτό και βασιλιάς έγεινες του τόπου μας και πολυτιμημένος εστάθης, βασιλεύοντας στη γη τη δοξασμένη. Στροφή β΄
Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι. Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.
Ανοιχτά τα μάτια κ' έβλεπα εμπρός μου παρθένα γαλαζοντυμένη, ολογέλαστη, δροσάτη να μου γνέφη από μακριά και να μου λέγει. — Έλα! Δεν έπιασα πλέον δουλειά. Εδοκίμασα να πάω στο περιβόλι, στο χωράφι, στο αμπέλι· όλα στενόχωρα σαν Κόλαση. Ο ίσκιος της κιτριάς μου εφάνηκε βαρύς και άνοστος· τα κλήματα με τους κόμπους συχαμερά σαν πόδια του αστακού. Τα οργώματα πρόστυχα.
Την ώρα ίσια ίσια που η Ασήμω χωνότανε μέσα στα μεσημεριανά κατατόπια της, ξεκινούσε κι ο Πανάγος από το σπίτι να ρίξη μια ματιά στις δουλειές του. Το χωριό, καθώς ίδαμε, δεν είταν και πολύ μακριά. Πήρε το μονοπάτι και πότε διαβαίνοντας από βάτους ανάμεσα, πότε από θυμάρια κι από ρίγανες, πότε πάλε πηδώντας λιθάρια ξερά και γυμνά, ζυγώνει τα λιοφυτεμένα βουνόπλαγα.
Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά πίσω από κάτι χαμηλότοιχους.
Από πάνω του μαχαλά η εξοχή, οι σταφίδες, οι όμορφοι λινοί, οι πρασινάδες της εξοχής φτάνουν ως απάνω στα ύψη του Βοϊδιά, σπανό βουνό κατάκορφα που στεφανόνουν πού και πού τα πλάγια του τούφες τούφες από έλατα μ' ένα χρώμα μπλε βαθύ καθώς φαντάζουν από μακριά.
Τo στόμα του γέλαγε καμμιά φορά, μα τα μάτια του δε γέλαγαν, παρά μόνο ανοίγανε διάπλατα σα νανθίζανε, με κάτι παράξενες κόρες διπλές και τρίδιπλες, γαλαζοπράσινες• και τα μακριά ματόκλαδα, ίδια κρόσσια που γύριζαν καταπάνω, έκαναν ολόγυρα στα μάτια μιαν αλλοιώτικη σκιά σαν από κλαδιά γερμένα σε βαθύ νερό, που σε τάραζε περισσότερο από ματιά και σε τραβούσε σα μαγνήτης.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όταν εσύ μου υποσχεθής, πως θα με στείλης μακριά απ’ αυτόν τον τόπον. ΚΡΕΩΝ Ο θεός σου δίνει ό, τι ζητείς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Απ’ τους θεούς μισούμ’ εγώ. ΚΡΕΩΝ Λοιπόν θα το επιτύχης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λες ότι πολύ γλίγωρα θα το επιτύχω; ΚΡΕΩΝ Δεν αγαπώ τα μάταια και κούφια λόγια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πες να μ’ απομακρύνουνε. ΚΡΕΩΝ Προχώρει κι άφησε σ’ εμέ τις δυό σου κόρες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αχ! Μη μου τις παίρνεις !........
Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κι' εκεί 'ςτό χάος του αθέρα και τ' άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε'. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτά λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.
— Δεν πειράζει· μας φτάνει σήμερα· απάντησε κυτάζοντας αλλού εκείνος. Υποψιάστηκε ο δικός μας κ' εσήκωσε το κεφάλι του. Βλέπει μία με την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά. — Μην έπαθε κανένας; ρωτάει τον μαρκουτσέρη. — Ναι· κάποιος έπαθε. — Από ποια; — Δεν ξέρω· μακριά ίδαμε τη σημαία του μετζάστρα. Έφτασαν όλες στο Ασπρονήσι· επήδησαν έξω τα πληρώματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν