United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός ετραβούσε τα μακριά του τα γένεια, πιστεύοντας πως ετραβούσε τη σκότα του παπαφίγγου. Ο Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης ελούφαξε πίσω από τον αργάτη λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμεναν ήσυχοι.

Ύστερα σαν τέλειωσε το σκοπό στο μπουζούκι, τον πήρε με το στόμα. Άρχισε μ' ένα αμάν βαθύ, που πετιώνταν σαν ατμός από βρασμένο νερό έξω από τα χείλη του, μ' ένα αμάν πόσχιζε με θρήνο, με παράπονο τη νύχτα μακριά, ενώ με το μπουζούκι του κρατούσε κομπανιαμέντο.

Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.

Απάντησε στο χαιρετισμό με τα μάτια, μαύρα χρυσαφί κι εκείνα κάτω από μακριά ματόκλαδα, αλλά δεν μίλησε και δεν κατέβηκε.

Μα ο θεϊκός Δυσσέας τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη 340 «Κάπιος, Διομήδη, ροβολάειτήραμακριά απ' τους Τρώες, δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. Μον άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως 345 τον πιάνουμε.

« Ομέρ-Βριώνης κι' ο Κιοσσέ » Μεχμέτ-πασσάς διαβαίνουν » Το ποταμάκι της Γραβιάς » Με δώδεκα χιλιάδες. » Από μακριά τους φώναζα: » — Παλιαιότουρκοι! . . . Αγάδες! » Σταθήτε! . . . Πού πηγαίνετε; . . . — » Όμως αυτοί προβαίνουν

Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στο Σταβροδρόμι, που μ' αφίνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τόνομά σου. Πότε θα σ' αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώση από πάνω μας o ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά.

Όσο μπορείτε πιο γλίγωρα αποκρύψατε σε κάποιο μέρος μακριά ή και σκοτώστε με στο πέλαο ρίχτε, να μη σας είναι δυνατό πια να με ιδήτε. Δεχθήτε να μ’ εγγίσετε τον άθλιο εμένα. Πεισθήτε° μη δειλιάζετε. Ω συμφορά μου! Άλλος κανείς πάρεξ εγώ δεν θα υποφέρη. ΧΟΡΟΣ Ιδού προς τούτο έφθασεν ο Κρέων, που μόνος απόμεινε στο πόδι σου της χώρας φύλαξ, για να σκεφθή και να τελέση, όσα νομίζεις.

Όχι, εκείνη δε χόρευε, δε γελούσε, της ήταν αρκετό όμως να βλέπει τους άλλους να διασκεδάζουν επειδή είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε κι εκείνη να πάρει μέρος στο πανηγύρι της ζωής. Τα χρόνια όμως περνούσαν και το πανηγύρι της ζωής γινόταν μακριά από το χωριουδάκι, κι έτσι η αδελφή της η Λία, για να μπορέσει να πάρει μέρος σ’ αυτό, το ’σκασε από το σπίτι...

Ο Ίππασος όμως στέλνει το μαντάτορα στους Μιτυληνιούς, αν και ήτανε διορισμένος στρατηγός αυτεξούσιος· κι αυτός αφού ετέντωσε ίσαμε δέκα στάδια μακριά από τη Μέθυμνα, επρόσμενε τη διάτα από την πολιτεία. Κι άμα επεράσανε δυο ημέρες ήλθε ο μαντατοφόρος κ' έφερε μήνυμα να πάρη τ' αρπαγμένα και να γυρίση πίσω χωρίς να κάνη κανένα κακό.