Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Την έβλεπα ν' απλόνεται από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω το μυστικό της.
Να βάνη μέσα χίλια κοιλά· πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κοιλά. Και να έχη πολλά πανιά· δάσος κατάρτια, σχοινιά — σύρματα. Και να ταξειδεύουμε μακριά, πολύ μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, καπετάνιος εκείνος να σμίγουμε στον δρόμο και να χαιρετιώμαστε: — Ε, από το μπάρκο! ... ποιος καπετάνιος ; — Ο Μήτρος του Τράχηλα! — Ε, από τη νάβα! ... ποιος ;
Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη «Μετά χαράς σου, θα σ' την πω εγώ όλη την αλήθια. Κοντά στον τάφο ο Εχτορας του θεογέννητου Ίλου χώρια έχει τώρα συντυχιά με τους αρχόντους όλους 415 μακριά απ' τους κρότους· κι' οι φρουρές που με ρωτάς, αφέντη, καμιά ταγμένη επίτηδες δε μας φρουράει τ' ασκέρι.
Έρχεται λοιπό με στόλο ο Πατρίκιος ο Λιβέριος, και με σκοπό μάλιστα να πάη πιο μακριά από τις επαρχίες που αναφέραμε. Άξαφνα όμως μονοιάζουν οι ΒισιΓότθοι, πέφτουν καταπάνω των Βυζαντινών και τους αναγκάζουνε να τραβηχτούν από τα πιώτερα μέρη. Μόλις σε μερικές Ισπανικές πολιτείες βαστάχτηκαν καμιά εβδομηνταριά χρόνια, ως τα 623.
Έπειτα άρχισε να περιγράφει το ναό και τα ανάκτορα του Βασιλιά Σολομώντα. Ο Τσουανατόνι αποκοιμήθηκε κι εκείνος ανιστορούσε ακόμη. Έξω τα καλάμια θρόιζαν τόσο βίαια που έμοιαζε να δίνουν μάχη. Την αυγή, βγαίνοντας από την καλύβα ο Έφις είδε πράγματι εκατοντάδες από αυτά να κρέμονται σπασμένα, με τα μακριά φύλλα τους σκορπισμένα καταγής σαν σπασμένα σπαθιά.
Μα βέβαια πως τα μάτια του τα ωραία και τα συλλογισμένα, θα τα θόλωσε λύπη ακόμα πιο πικρή παρά τη βραδειά που τον είδα, την ώρα τη θλιβερή, που από την Ελλάδα μακριά μακριά, έμεινε ολομόναχος, παραιτημένος, καταφρονεμένος, την ώρα που κατάλαβε τον τόπο τον αχάριστο και που για πάντα σβήσανε τα μάτια του τα μεγάλα. Θαρρώ πως κάποιο χρέος να τα θυμάται έχει σήμερις κ' η Ελλάδα.
Δέκα ως δώδεκα στρατιώτες από τους πιο διψασμένους του Χουσεήνη, μερικά βήματα μακριά στεκάμενοι στην αράδα, παραβγαίνανε στον αγώνα, ποιος να πρωτομπήξη το γυμνό του μαχαίρι στα στήθια του νέου.
Κι' έσταζε τότε εκεί κρασί θωρώντας τα ουράνια και δέουνταν, και του Διός δεν ξέφυγε το μάτι «Ω Δία Δωδωνάρχοντα, Πελασγικέ, π' ορίζεις μακριά τη μυριοχιόνιστη Δωδώνη, και χωριά 'χουν γύρω οι Σελλοί, οι λερόποδοι χαμόστρωτοί σου μάντες, 235 κι' άλλοτες πριν μου ξάκουσες την προσεφκή μου εμένα, και για το δίκιο μου έστρεξες των Αχαιών τ' ασκέρι και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, ω Δία, περικαλώ σε, ακόμα αφτό τον πόθο ξάκουσέ μου.
Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος, και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο, κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει, πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο, του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα, 680 και στέλνει διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.
Εκείνος όμως την κύτταζε με τα μάτια του τα γαλαζοπράσινα με τα μακριά ματόκλαδα καρφωμένα πάνω της-την κύτταζε ακόμα κι όταν δεν της μίλαγε. . . Τι νέος που ήτον ο άντρας της και τι όμορφος !-όλο αυτό συλλογιζόταν η άμοιρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν