United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όνειρο ήταν η ελπίδα μου. Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι εγινόνταν· ψηλά, χαμηλά μας έζωναν περίγυρα και δεν εξεχώριζα παρά καμμία φορά άσπρον τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως αραιώθηκαν οι καπνοί και είδα μακριά, τον ίσκιο ενός μπάρκου, που εκαταίβαινε με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας.

Και την άκουγα να ξεσπά σε λυγμούς, σα να βρισκότανε σε μεγάλη αγωνία: Αν δεν είχα εσέ, πιστεύεις πως θα μπορούσα να ζήσω; Πόσο βάσταξε η εποχή αυτή δεν μπορώ να το θυμηθώ σωστά. Τη θυμούμαι μόνο σαν ένα μοναδικό φοβερό χειμώνα χωρίς χιόνι, σα μια μακριά σκοτεινή γραμμή στη ζωή μας, στη ζωή που μου φαινόταν άδεια και χωρίς νόημα.

Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του· Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του. Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215 Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας, Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει, Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.

Κι αν με είδατε σήμερα νάρχουμαι δω, τόκαμα αυτό μόνο και μόνο με την ελπίδα πως με ό,τι μέσο μου περνούσε από το χέρι θα μπορούσα να γλυκάνω τη δυστυχία τω δυστυχισμένω σας. Τόσα χρόνια μακριά από σας, δούλεψα με τα χέρια μου για να ζήσω.

Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέγει: — Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!... Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ' έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες!

Οι καβγάδες τότες τι σημαίνουν και τι μας χρησιμέβουνε; Δυo λογιώτατοι, στην έδρα του ο καθένας, πολεμούν ο ένας με τον άλλονα, ποιος θα νικήση, κι από τη μια έδρα στην άλλη, αψηλά αψηλά στα σύννεφα και μακριά απόπάνω από τα κεφάλια μας, πετούν τα βιβλία που μήτε τα διαβάζει και που μήτε τα είδε ο λαός.

Έπειτα έκαμαν αρχή και του σουραυλιού σαν να παρακινούσανε τ' αηδόνια για το λάλημα· κ' εκείνα αποκρινόντανε μέσ' από τα βάτα και σιγά-σιγά εθρηνολογούσαν τον Ίτυ, σαν να εθυμόντανε το τραγούδι ύστερις από μακριά σιωπή.

Για τρεις ημέραις ώρισες μακριά οχ την κατοικιά σου, Να στερευτώ τα μάτια σου, και τη γλυκή θωριά σου. Κυρά είσαι· καμμιά ξέταξι δεν κάνω στο σκοπό σου· Εγώ σα δούλος, πρέπει μου ν' ακούω τον ορισμό σου. Και όχι τόσο διάστημα καιρού κοντό κι' ολίγο Μακριά οχ τ εσένα στρέγομαι, σα θέλησες, να φύγω· Μονέ για πάντα είμ' έτοιμος μακριά οχ τ εσέ να ζήσω, Της αρεσιάς σου να φερθώ, και να σ' ευχαριστήσω.

Οι αρχαίες οι γλώσσες είναι αδύνατο να μας δείξουν ένα τέτοιο πράμα. Μάθαμε που η γενική μουσών έχει πρωτότυπο μουσάων και το μουσάων πρωτότυπο * μουσασων . Όμως εκεί πρέπει να σταθούμε. Παρέκει δε φτάνουμε. Βάλτε μάλιστα που ο τύπος * μουσασων πουθενά δεν υπάρχει κι αναγκάζεται η επιστήμη να συμπεραίνη που ύπαρξε. Σ' άλλα πολλά μήτε τόσο μακριά δεν μπορεί να προχωρήση.

Το ότι ο κόσμος τον θυμόταν, ενώ εκείνος βρισκόταν τόσο μακριά, στην άκρη του κόσμου, τον εξέπληττε και τον αναστάτωνε. «Ποιος με γύρευε πριν από λίγο;», ρώτησε ένα πρωί την ντόνα Έστερ. «Θα πρέπει να ήταν ο Τσουαναντόνι.» «Εάν ξαναέρθει, ντόνα Έστερ μου, κάντε μου την χάρη να τον αφήστε να μπει… Καλά είναι ν’ αρχίσουν οι αποχαιρετισμοί….» «Μα τι λες, Έφις!