Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Έμεινα εκεί περισσότερο από ένα μήνα, Έφις, καταλαβαίνεις: σαράντα μέρες. Με γιάτρεψαν, προσπάθησαν να με ξαναβάλουν στη δουλεία, αλλά ήταν δύσκολο επειδή όλοι ήξεραν πια την ιστορία μου. Έπειτα κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Το τι τράβηξα όλον εκείνο τον καιρό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Τα βουνά απέναντι και στο βάθος της κοιλάδας έμοιαζαν με ηφαίστεια: σύννεφα καπνού αυλακωμένα από ωχρές φλόγες κι έπειτα πίδακες γαλαζωπής λάβας και στήλες φωτιάς ανέβαιναν πέρα μακριά, από τη θάλασσα.

Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβή και στον καλλίτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δύο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξάδερφου.

ΚΟΒΙΕΛ Από τον καιρό που εγνώρισα το μακαρίτη τον πατέρα σας, τον έντιμον αριστοκράτη, καθώς σας είπα, εταξείδεψα σ' όλο τον κόσμο. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σ' όλο τον κόσμο; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Υποθέτω πως θα είνε πολύ μακριά αυτός ο τόπος. ΚΟΒΙΕΛ Και βέβαια.

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Ο Sordello, ο ευγενικός εκείνος κι ακατάδεχτος Λομβαρδός μας κυττάζει από μακριά σαν ξαπλωμένο λιοντάρι. Μόλις μαθαίνει πως ο Βιργίλιος είναι της Μάντουας πολίτης πέφτει στο λαιμό του και καθώς έμαθε πως είν' ο ψάλτης της Ρώμης έπεσε στα πόδια του.

Ο πελώριος ο Κοπρούλας με τη μακριά του τριχούσα, που βρωμισμένη στα βοϊδοκόπρια έπεφτε σε λερά ξέφτια γύρω του, και τη βουκέντρα τη μακριά, που ξέφεβγε πάνω από ταναμαλλιασμένο το κεφάλι του, εχύθηκε ταβρομάχος σωστός, άγριος κι ανήμερος και τρομερός στη μέση στο κοπάδι. Τα βόιδα εμουκάνιζαν γύρω του φοβερά. Εμυρίζονταν τον πελώριο τους βοϊδολάτη ανήσυχα.

Παράπλευρα του σπιτιού, ως δέκα βήματα μακριά, είχε είδος αχούρι, σιτοβολώνα, κι αμπάρι ο Μιχάλης για τις ελιές. Εκεί μέσα κρυφοχώνεται, κλειέται, κι απαντέχει τον Πανάγο, τηρώντας από τις χαραμάδες, να δη το τι θα κάμη. Θάμπη μέσα, ή θα πάρη ίσια το βουνό; Πότε του ερχόντανε γέλοια με την κουταμάδα του, και πότε ραγίζουνταν τα συκώτια του ανιστορώντας το τι λυπητερή δουλειά καταπιάστηκε.

Τώρα η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ κάθονταν ταπεινές και ντυμένες στα μαύρα σαν δυο καλόγριες, με τη λευκή μαντίλα στο κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τις ποδιές τους, έχοντας στο νου τους τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και τον Τζατσίντο που κι αυτός ήταν μακριά.

Από εκεί πάνω, ναι, ο Έφις έβλεπε το Βουνό του μακριά και πέρασε τη νύχτα με προσευχές, κάτω από το μαύρο σταυρό που έμοιαζε να ενώνει το γαλανό ουρανό με την γκρίζα γη. Την αυγή ακούστηκε μια μακρινή ψαλμωδία.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν