Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος συφοράς και δακρύων: — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...

Παράπλευρα του σπιτιού, ως δέκα βήματα μακριά, είχε είδος αχούρι, σιτοβολώνα, κι αμπάρι ο Μιχάλης για τις ελιές. Εκεί μέσα κρυφοχώνεται, κλειέται, κι απαντέχει τον Πανάγο, τηρώντας από τις χαραμάδες, να δη το τι θα κάμη. Θάμπη μέσα, ή θα πάρη ίσια το βουνό; Πότε του ερχόντανε γέλοια με την κουταμάδα του, και πότε ραγίζουνταν τα συκώτια του ανιστορώντας το τι λυπητερή δουλειά καταπιάστηκε.

Και βλέπω πώς ο κάμπος, τα δάση, τα νερά μες στο απαλό το θάμπος βυθίζονται σιγά. Πώς κουρασμένα γέρνουν πουλιά, κλαδιά κι ανθοί, οι άνθρωποι πώς σέρνουν το βήμα τους βαρύ. Τα βόδια που γυρνούνε αργά από τις βοσκές, τις τελευταίες που σβούνε στη σιγαλιά φωνές, πετάγματα χαμένα στα θάμπη να γρικώ, όσα θολά, σβησμένα την ώρα αυτή αγαπώ.

Η γριά του ψαρά, μισότριβη γυναικούλα, μ' ένα φιλικό χαμόγελο στα χείλη, πήρε πέντε μπεκάτσες, τις μάδησε, τις ξοκοίλιασε, τις σούβλισε, έκαμε μια θράκα γι αρνί στη γωνιά, κάθησε κοντά στο γωνολίθι, και απιθόνοντας τη σούβλα, άρχισε να την γυρίζη, αγάλι' αγάλια. Από την ανοιχτή πάντα πόρτα της καλύβας, για να βγαίνη ο καπνός, φαίνουνταν η πυκνή θαμπή αντάρα που σκέπαζε το λόγκο και τη λίμνη.

Άξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και πρόβαλαν τα παιδιά παιγνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλην ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλληκάρια έφερναν στα χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα.

Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα.

Μια θαμπή κοκκινίλα έβαψε το πρόσωπό του που έμοιαζε να φλέγεται λιπόσαρκο, με το δέρμα να είναι κολλημένο στο κρανίο του. «Οι κυράδες μου δεν με εμπιστεύονται πια και δεν μου μιλούν για τις υποθέσεις τους. Και καλά κάνουν. Γιατί να μου τα λένε άλλωστε; Εγώ είμαι μόνο ένας υπηρέτης.» «Να πάρει η οργή! Να σε πληρώσουν όμως ούτε κουβέντα!

Στ' αντικρινό κατάρραχο έλαμπε τ' ώμορφ' άστρι, Τα σπερινά τ' απόφοιτα στο βάθο ασπρολογούσαν Και κάπου κάπου στη θαμπή και μακρινή τους φέξη Το μονοπάτι του βουνού ξεχώριζε στους βράχους.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν