Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Η μέθη τω φιλιώ της, τω ματιώ και της φωνής της το μάγεμα ξεθύμαιναν μακριά της κιάφηναν να θυμούμαι δυσάρεστες λεπτομέρειες. Όσο θυμόμουνα μάλιστα το αδυνάτισμά της, το ξανθό κορίτσι πλησίαζε να νικήση στη σύγκριση. Η νέα μου αγάπη, που βγήκε από το ξύπνημα τω σαρκικώ μου πόθω, ήτο υλικώτερη της παλαιάς· κήσαν γιαυτήν αδύνατη τροφή τα ισχνά κάλλη.
Μετά από όσα πέρασα και λόγω του φόβου μου ότι θα μπορούσα να αναγνωρισθώ από κάποιον εχθρό, μπορούσα μόνο να ταξιδεύω πολύ σιγά και προσεχτικά, γενικά αναπαυόμενος σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος την μέρα και περπατώντας όσο πιο μακριά μπορούσα το βράδυ, και στο τέλος έφθασα στο βασίλειο του θείου μου, για τον οποίο ήμουν σίγουρος ότι θα με προστατέψει.
Κυρίως το βράδυ, εάν κάποιο αηδόνι κελαηδούσε, η νοσταλγία τον βασάνιζε. «Τι να σκέφτεται άραγε ο ντον Πρέντου που με περιμένει με την απάντηση της Νοέμι; Ο Θεός όμως θα φροντίσει και θα φροντίσει καλά, τώρα που εγώ, με το θανάσιμο αμάρτημά μου και τον αφορισμό μου είμαι μακριά από αυτές.»
Η Μάρθα είταν ένα μικρό, ασύγκριτα χαριτωμένο κοριτσάκι με κόκκινα δροσερά μάγουλα, γαλανά μάτια και μακριά σγουρά μαλλιά, σχεδόν απαράλλαχτα σαν του Σβεν. Και δεν πέρασε πολύς καιρός, όσο που μια μέρα ήρθε και κάθησε κοντά στο Σβεν και τον κοίταζε περίεργη τι έκανε. Ο Σβεν είτανε συνηθισμένος να παίζη μόνος του, κ' είχε βρει ένα παιγνίδι, που τονέ διασκέδαζε πολύ.
Δεν πρέπει όμως να θαρρέψουμε πάλε πως η γλώσσα του έχτου αιώνα είταν τόσο αλλαγμένη που να πλησιάζη τη ρωμαίικη μας γλώσσα. Πολύ μακριά.
— Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος. — Για τους σκύλους. Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα. — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας· θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση. Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο.
Κι εμένα, φίλε, ο γαληνός σκοπός σου έτσι με φτάνει εδώ που ζω μακριά, και ξέρει πάντα το κρυφό τα βάθη να μου ευφράνη φυσώντας σιγαλά. Λεπτό αεράκι απ τους ξανθούς γιαλούς φευγάτο πέρα μελωδικό, ελαφρό, φέρνει τη λάμψη του χρυσού του κάμπου, στον αιθέρα λουσμένο το χρυσό.
Η λύπη η δική μου μοιάζει με τη λίμνη που κοιμάται μέσα στο βουνό, μακριά, στη μοναξιά, παραιτημένη, που άνεμοι κι ανεμοζάλες δεν την κοιλούνε. Μήτε χόρτο μήτε λουλούδι στην άκρη της δε φυτρώνει· γύρω γύρω, σα στεφάνι, ίσια με την κορφή του βουνού, βγήκαν τα κυπαρίσσια και σκεπάζουν τον ουρανό. Είναι η λίμνη ατάραχη και κρύα· είναι μάβρη η θωριά της.
Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.
Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν