Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο.

Κι ο Ίππασος ξεκινήσαντας δε διαγούμιζε τις εξοχές των Μεθυμνιωτώνε, μήτε τα κοπάδια και τα χτήματα των ζευγολάτωνε και των βοσκών επείραζε, επειδή αυτά τα θαρρούσε περισσότερο καμώματα κουρσάρου παρά στρατηγού· μόνο έτρεχε κατά την πολιτεία την ίδια για να πιάση άξαφνα τις απροφύλαχτες θύρες. Κ' ενώ ήτανε μακριά ίσαμ' εκατό στάδια, τόνε συναπαντάει μαντάτορας φέρνοντας συνθήκη.

Η δύναμη τούτη πρωτοδείχνεται στην απόφασή της να φύγη αμέσως να φύγη μακριά από τον ανάξιο.

Κι όντας αποτέλειωσε τη θλιβερή αυτή ιστορία, ο γέρος τσοπάνος, της πέτρας αυτής που καθόμαστε ξαπλωμένοι κ' οι δυο, μου φάνηκε πως ο αντίλαλος πέρα της ράχης έπαιρνε τα στερνά του λόγια και τάφερνε μακριά, πολύ μακριά προς τα ελληνικά σύνορά μας, διαλαλώντας τα βραχνά από μεγάλο πόθο κι εκδίκηση γεμάτα: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!...

Αλλά τον έβλεπε μονάχα με την άκρη του ματιού της, κοιμισμένον τόσο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Γιατί να ταράξη την γαλήνη του, τον ύπνο του; Θα την έπαιρνε για παιδί, για φοβιτσάρα, και θα γελούσε. Όχι. Τόρα θ' απλώση το χέρι της και έτσι μ' ένα κούνημα θα διώξη μακριά της όλη αυτή τη φρίκη, και θα σβυστούν όλα, όλα τότε απ' εμπρός της.

Ήταν όλα με τάξη και χωρισμένα κ' η μια ρίζα μακριά από την άλλη · μα τα κλαριά τους έσμιγαν ψηλά το ένα με τ' άλλο και μπλέκανε τα φύλλα τους· κ' έτσι φαίνονταν πως κι αυτά ήτανε φτιαστά. Ήτανε και λουλουδιώνε βραγιές, που άλλα τάβγαζε η γις κι άλλα τα φύτευαν τριανταφυλλιές και λαλέδες και κρίνα τα είχανε φυτέψει ανθρώπινα χέρια· γιούλια και μανούσια και γαλατσίδες τάβγαζε η γις.

Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ναγοράση τα μπαγιάτικά του λουκούμια. Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάννας!

Και σε μια στιγμή ο χωρικός φώναξε με τρομάρα: — Παναγία μου! Παναγία μου! Η μαυροφόρα έγυρε στον γκρεμό κέπεσε στο χάος. Το αίμα του χωρικού πάγωσε· και τόσον παράλυσε το σώμα του από την τρομάρα, που όταν έτρεξε προς τα κάτω, τα πόδια τον δεν τον άκουαν. Στη σάστιση του νου του μια σκέψη συστρεφότανε: «Μα είνε το Βαγγελιό ή άλληΉτο το Βαγγελιό, ως την είχε γνωρίσει από μακριά.

Μα εκείνη δεν εκαταλάβαινε από τέτοια· έμενε στη θέσι της, θεότης αιγυπτιακή ακούοντας από τον στυλοβάτη ασυγκίνητη τα δάκρυα και τις παράκλησες του πιστού της. Από λεφτό σε λεφτό εχαμηλοπλάγιαζε το κεφάλι ζερβόδεξα, σαν ν' αυτιαζόταν ήχους μαντικούς, που έφερνεν από μακριά, πολύ μακριά ο αιματοβαμμένος αιθέρας.

Γυμνός στον κόσμο μπήκα και θέλα βγω γυμνός, Ο κόσμος είναι ξένος, δεν έμεινε τινός. Μακριά λοιπόν φροντίδες ματαίων στοχασμών, Που κατατυραγνάτε με ηδονών χαμόν. Μου φτάνουν να 'χω μόνον υγιά, καλή καρδιά, Ζωής ευτυχισμένης τα μοναχά κλειδιά. Λεν ο κόσμος, η αγάπη Έχει βάσανα πολλά. Εγώ λέγω, πως σε ταύτο Δε στοχάζουνται καλά.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν