Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Απάνω στου Υμηττού την ησκιογάλαζη κάππα είχε ρίξει η βραδυνή θλίψη το μενεξεδένιο πέπλο της . . και του καημού τα γιούλια άνθιζαν και σιγοτραγουδούσανε μες την αμιλησιά της κοιμισμένης πέτρας. Μονάχα ο Παρθενών, προβάλλοντας πίσω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γλυκοπύρωνε με τη θύμηση των φιλιών του ήλιου σαν αποθεωμένος. . . Έκανε ψύχρα τώρα.

Κι' η Γης τους βγάζει νιόβλαστο και μαλακό χορτάρι, γιούλια τους βγάζει ολόδροσα βασιλικούς και κρίνους πυκνούς, που έτσι αψηλά απ' της γης το χώμα τους κρατούσαν. Πέσανε εκεί, μες σε χρυσό κουκουλωμένοι γνέφι, 350 πανώριο γνέφι πούσταζε δροσιές αχτιδοβόλες. Έτσι κοιμότανε ήσυχος στην άκρη, ναρκωμένος απ' ύπνο ο Δίας κι' έρωτα, κι' είχε αγκαλιά την Ήρα.

Κι ακίνητη, σα χάλκινη στημένη εκεί, καρφώνει ασάλευτο το βλέμμα της σαν προς τον ουρανό, όθε το βράδυ πιο χλομά τα γιούλια του όλο απλώνει κι όλο πιο αχνά τα ρόδα του σκορπίζει στο βουνό. Κι είναι, καθώς εκεί θωρεί, σαν κάτι να κοιτάζη, κάτι στα μάκρη αλαργινό που δε θωρείς εσύ· κι ολόρθη πάντα στέκεταικαι το βουνό χλομιάζει· μια λάμψη μόνο την κορφή τώρα φωτά χρυσή.

ΛΑΕΡΤΗΣ Δεν μένει τίποτ' άλλο; ΛΑΕΡΤΗΣ Θέσετε την εις το χώμα, και γιούλια να βλαστήσουν, αχ! από τ' ωραίο και αμόλυντό της σώμα! Και συ, ρασοφόρε σκληρόκαρδε, να μάθης ότ' η αδελφή μου άγγελος λειτουργός του Υψίστου θα καθίζη, ενώ συ θα κυλιέσαι και θα ουρλιάζης. ΑΜΛΕΤΟΣ Θε μου! η εύμορφη Οφηλία; Χαιρετώ σε!

Μαζί μου τραγουδήσετε, Μούσες, την κορασιά μου, γιατί ό,τι σεις εγγίζετε, ώμορφα γίνοντ' όλα, Βομβύκα αγαπημένη μου, Συριάνα όλοι σε λένε, ηλιοκαμμένη, αδύνατη, μα εγώ σε λέω σταράτη. Τα γιούλια είνε μαυρειδερά, μαυρειδεροί οι λαλέδες, μα στα στεφάνια πάντοτε την πρώτη θέση παίρνουν. Η γίδα γι' άνθη της ροδιάς, ο λύκος για τη γίδα, για σπόρο ο γερανός, κ' εγώ τρελλαίνομαι για σένα.

Κι ο Λάμωνας από τη σαστιμάρα του και τούτα έλεγε: — Ωϊμέ, η τριανταφυλλιά πώς είναι τσακισμένη! πω, πω! τα γιούλια πώς είναι πατημένα! ω! οι λαλέδες και τα μανούσια που τα ξερρίζωσε κάποιος κακός άνθρωπος! θάρθη η άνοιξη κι αυτά δε θ' ανθίσουν· θα ξαναγυρίση το καλοκαίρι κι αυτά δε θα λουλουδίσουν· το χυνόπωρο, με αυτά κανένανε δε θα στεφανώσουνε· μήτ' εσύ, αφέντη Διόνυσε, δε λυπήθηκες τα κακόμοιρ' αυτά λουλούδια, που καθόσουνε σιμά τους και τάβλεπες, και που μ' αυτά σ' εστεφάνωσα πολλές φορές· πώς θα δείξω τώρα το περιβόλι στ' αφεντικό; και ποιος θα γίνη εκείνος άμα τα ιδή; θα κρεμάση γέρο άνθρωπο από καμιά φτελιά, σαν το Μαρσύα· μα ίσως και το Δάφνη, σάματις να τάχουν κάμει αυτά τα γίδια του.

Ήταν όλα με τάξη και χωρισμένα κ' η μια ρίζα μακριά από την άλλη · μα τα κλαριά τους έσμιγαν ψηλά το ένα με τ' άλλο και μπλέκανε τα φύλλα τους· κ' έτσι φαίνονταν πως κι αυτά ήτανε φτιαστά. Ήτανε και λουλουδιώνε βραγιές, που άλλα τάβγαζε η γις κι άλλα τα φύτευαν τριανταφυλλιές και λαλέδες και κρίνα τα είχανε φυτέψει ανθρώπινα χέρια· γιούλια και μανούσια και γαλατσίδες τάβγαζε η γις.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν