United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την είδε χλωμή, τα χείλη της να τρέμουν, τα βλέφαρα χλομά σαν εκείνα μιας πεθαμένης. Είναι η χαρά, σίγουρα, που την έχει κάνει να χλομιάσει τόσο, κι εκείνος νοιώθει ένα τρέμουλο, μια επιθυμία να γονατίσει μπροστά της και να της πει: ναι, ναι, είναι μεγάλη χαρά, ντόνα Νοέμι, ας κλάψουμε μαζί. «Δέχεστε, ντόνα Νοέμι, κυρά μου; Είστε ευχαριστημένη, ε; Να του πω να έρθει

Και το πουλί λες σήμαντρο ψηλά στον όρθρο κράζει· μέσα στον δάσους το ναό γονατιστή η ψυχή σαν παλιό κρίμα μια στιγμή τη θλίψη της τινάζει σε μια άφωνη προς το γλαυκό του απείρου προσευχή. Το μυστικό δε σου ένιωσε κανείς, ψυχή φτωχή· το φάντασμά σου όλοι είδανε μονάχα, είδαν δυο χέρια λευκά, χλομά ν' απλώνονται θαρρείς σε προσευχή προς κάποια απάνω αθώρητα χαμένα αδέρφια αστέρια.

Κι ακίνητη, σα χάλκινη στημένη εκεί, καρφώνει ασάλευτο το βλέμμα της σαν προς τον ουρανό, όθε το βράδυ πιο χλομά τα γιούλια του όλο απλώνει κι όλο πιο αχνά τα ρόδα του σκορπίζει στο βουνό. Κι είναι, καθώς εκεί θωρεί, σαν κάτι να κοιτάζη, κάτι στα μάκρη αλαργινό που δε θωρείς εσύ· κι ολόρθη πάντα στέκεταικαι το βουνό χλομιάζει· μια λάμψη μόνο την κορφή τώρα φωτά χρυσή.