United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μπεόπουλο πίσω σ' ένα κουφοπλατάνι δάγκανε τα δάχτυλά του και χτυπούσε τα ποδάρια του στο χώμα. Βγάζει μια φωνή τότες: — Φωτιά να τον κάψουμε τον παλιογκιαούρη!... Έτρεξαν στο περιβόλι· το μάτι του Λιάκου δεν τους έβλεπε. Κολλητά στο μύλο είταν δυο θυμωνιές απ' άχυρα. Έκοψαν πρώτα το νερό του μύλου κ' ύστερα έτσουξαν φωτιά.

Ύστερον από αυτό έγιναν μεγάλες χαρές εις τον λαόν και όλοι έτρεξαν εις τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του Μωάμεθ, που εκαταχάλασε τους εχθρούς, και τους απεδίωξεν από το βασίλειόν του, και την ιδίαν νύκτα επήγεν ο Βασιλεύς χωρίς να είναι συντροφιασμένος από κανένα εις το παλάτι της βασιλοπούλας.

Ώστε εις την πρώτην κατ' αυτών επίθεσιν την γενομένην υπό των τριακοσίων όλοι αυτοί και ιδίως οι Πάραλοι έτρεξαν εις βοήθειαν και κατόρθωσαν να αναδειχθή νικηφόρον το δημοκρατικόν κόμμα.

«Εκείνοι, ακούσαντες τας λέξεις ταύτας, έτρεξαν προς τον τόπον της ταφής. Ο Ιωάννης, ων νεώτερος, έφθασε πρώτος· ο τάφος ήτο κενός και δεν ετόλμησε να εισέλθη.

Αι γυναίκες ήρχισαν να κραυγάζουν και η περισσότεραις έτρεξαν προς τον νέον και πρώτη η μητέρα του, η οποία αλλοφρόνησεν όταν είδε το αίμα• και η νύμφη δε έτρεξε προς αυτόν φοβηθείσα διά την ζωήν του.

Οι Συρακούσιοι ιππείς, προχωρήσαντες πρώτοι μέχρι της Κατάνης και παρατηρήσαντες ότι όλος ο στόλος είχεν αναχωρήσει επέστρεψαν, διά να φέρουν την είδησιν εις τους πεζούς· και όλοι αμέσως μεταστραφέντες έτρεξαν εις βοήθειαν της πόλεως των.

Έτρεξαν όλα τα έθνη Ν' αντισταθούν με βίαν, Μα εκείνος με ανδρείαν Κατακόπτει τους εχθρούς· Βοναπάρτης δεν φοβείται Δεν γνωρίζει την δειλίαν, Να χαρίση Ελευθερίαν Προσπαθεί· εις τους λαούς. Στο βουνόν σταις άγριαις ράχαις Αναβαίνει, δεν τρομάζει, Η καρδιά του δεν σπαράζει Στους αγώνας τους πολλούς· Χύνονται ωσάν μελίσσια Οι εχθροί αρματωμένοι Γύρωθεν αγριωμένοι Με πολέμους φοβερούς.

Πάρε κι από του Μιχάλη κανέναν, κι ανεβάστε το λείψανο στου αδερφού του. Έπειτα πιο τρανόφωνα και με στοχαζούμενο ήθος. — Και, παιδιά, μη πολύ σούσουρο, γιατί πόλεμος στ' ανοιχτά δε συφέρνει τώρα. Έτσι μας μηνούν κι από τα Σφακιά κι από τους Λάκκους. Παρά να πάτε και να συμμαζέψτε τα γυναικόπαιδα, κ' ύστερα συλλογιούμαστε. Τον άκουσαν κ' έτρεξαν καμπόσοι να κοιτάξουν τα σπιτικά τους.

Ο ιερεύς εστράφη. — Τι τρέχει; — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... «πού είσαστε, πού είσαστεΝα πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; — Να πας. Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω.

Πώς τριποδούν στα τέσσερα γυρνώντας τα σημάδια ιππόδρομο άτια και λαμπρό βραβείο 'ναι βαλμένο, ή νια ή λεβέτι τρίποδο, σα θάφτουν βασιλέα· έτσι κι' αφτοί τρεις έτρεξαν κύκλω στο κάστρο γύρους 165 με πόδια φτεροσάλεφτα.