United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε τόσο σου έβγαζαν και κανένα φωστήρα στη μέση· ο τάδες έκαμνε αμίμητους στίχους· ο άλλος, άμα που φάνηκε, τάβαλε πια όλα σε τάξη, τάσιαξε όλα· αμέσως βρήκε τι γλώσσα και τι μέτρο θέλει η τραγωδία, τι μέτρο και τι γλώσσα η κωμωδία. Ο τρίτος δίδασκε με τι τρόπο πρέπει να γράφεται η ιστορία, με τι τρόπο η μυθιστορία.

Από Αναγνώστης χεροτονιέται Διάκος, από Διάκος Πρεσβύτερος· τέλος διορίζεται και Δίδαχος μέσα στην Αντιόχεια. Τις διδαχές τις έβγαζαν τότες οι επίσκοποι. Ο νέος όμως επίσκοπος ο Φλαβιανός έδειξε κάμποση μεγαλοφροσύνη σαν έβαλε τον Πρεσβύτερο να διδάσκη, κι ας είταν ατός του επίσκοπος. Μια και φανερώθηκε του Χρυσοστόμου το χάρισμα, έτρεχε η Αντιόχεια όλη να τον ακούση.

Εξήλθον και οι τέσσαρες ευγενείς νέοι εις περίπατον, έξω εις τους κήπους του χωρίου, όπου ωραίαν τινά ημέραν και αι τέσσαρες ξανθαί αδελφαί, χαριτωμέναι κ' εύμορφοι «έβγαζαν το μετάξι», κομίζουσαι εντός κανίστρων εις τα μαγκάνια την άφθονον συγκομιδήν των κουκκουλίων των, εκεί όπου αι επιτήδειαι μαγκανάρισαι, βυθισμέναι μέχρι της οσφύος εντός λάκκου, με την μίαν χείρα ανακατόνουσι τα εντός εκτισμένης εκεί μεγάλης χύτρας βράζοντα κουκκούλια, ενώ με την άλλην γυρίζουσι μετά τέχνης τον μέγαν ξύλινον τροχόν του μαγκάνου, εν τω οποίω περιτυλίσσεται λεπτή και στίλβουσα ως χρυσός η λευκή και κιτρίνη μέταξα, των παρθένων παρισταμένων εν χαρά και υπηρετουσών.

Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον.

Μα σαν ήρθε η νύχτα, ενώ οι άνθρωποι του Τριστάνου τούβγαζαν τα ρούχα του, συνέβηκε ώστε καθώς έβγαζαν το πολύ στενό μανίκι του κοντοκαπιού, να παρασύρουν από το δάχτυλο του το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, το δώρο της Ιζόλδης. Καθαρό ήχο άφησε πέφτοντας στης πλάκες. Ο Τριστάνος κυττάζει και το βλέπει. Ξυπνάει τότε η παληά αγάπη του· κι' ο Τριστάνος καταλαβαίνει το κρίμα που έκαμε.

Και τρέχανε μ' οχλοβουή στα πλοία, κι' από κάτου 150 απ' τα ποδάρια ως αψηλά ο κουρνιαχτός πηδούσε, κι' έσκουζε ο ένας τ' άλλου εφτύς ν' αδράξουν τα καράβια και ναν τα ρήξουν στο γιαλό, και πάστρεβαν τ' αβλάκια κι' ως στα ουράνια ανέβαινε το σκούξιμο, ζητώντας πίσω να πάνε, κι' έβγαζαν των πλοίων τα φαλάγγια.

Όταν με έβγαζαν έξω, μου έφερε φρίκην η ιδέα ότι θα με κυτάζουν, διότι ήξευρα ότι έμελλαν να με απορρίψουν ωσάν να ήμην κακούργος ή απατεών. Μιαν φοράν με έδωκαν εις μίαν πτωχήν γραίαν διά ημεροκάματον. Αλλά δεν ημπορούσεν έπειτα να με ξεφορτωθή, διότι κανείς δεν με ήθελε, και η γραία με εσιχαίνετοΚάποιον πρέπει να γελάσω, έλεγε.

Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελλός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κιόταν έβγαζαν τάγια, ο παπάς τον πατούσε.

Πρόκοβαν ώσπου νανθοβολήσουν, καρπό όμως δεν έβγαζαν. Ή, να πάρουμε πιο πρόστυχη, μα και πιο ταιριαστή παρομοίωση, ο Ελληνισμός εκείνος είτανε μουνουχισμένος. Τούλειπε η αντρίκια η δύναμη που γεννάει καινούρια ζωή, και κυριεύει κόσμο. Τούλειπε η πολιτική η ενέργεια, ο πατριωτισμός.