Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Ο Κωσταντίνος στην αρχή αυτά μήτε τάξερε μήτε τα πρόσεχε. Κι' όταν ύστερ' από τον αφανισμό του Λικινίου κατέβηκε στη Νικομήδεια και τρέξανε γύρω του Αρειανοί και Ορθόδοξοι γυρεύοντας την προστασία του, τα πήρε κατάκαρδα όλ' αυτά, και θύμωσε μάλιστα που χασομερούσε ο κόσμος με τέτοια μικρολογήματα. Δεν τους ήξερε τους Ρωμιούς του ακόμα ο Κωσταντίνος!
Έτρεχε σχεδόν ένας μήνας, που απερνούσα διά προφήτης, και ετραβούσα μίαν ζωήν πολλά ευτυχισμένην οπόταν έφθασεν ένας Αμπασατόρος από όνομα ενός βασιλέως σημαντικού, γυρεύοντας του Βαχμάν την θυγατέρα του εις γυναίκα του, του οποίου ο Βαχμάν απεκρίθη λέγοντας, πως του κακοφαίνεται που δεν ημπορούσε να τον υπακούση, με το να την υπάνδρευσε με τον Μωάμεθ.
Και δεν τον εζύγονε πια καθόλου, παρά πότ' εδώ και πότ' εκεί έβοσκε τα γίδια, αποφεύγοντας εκείνον και γυρεύοντας τη Χλόη. Μα μήτε ο Γνάθωνας τον κυνηγούσε πια, σαν έμαθε καλά, ότι δεν είναι μονάχα όμορφος, παρά και δυνατός· και ζητούσεν ευκαιρία να μιλήση γι' αυτόν στον Άστυλο κ' έλπιζε να του τόνε χαρίση ο νέος, επειδή ήθελε να του κάνη πολλές και μεγάλες χάρες.
Όσο για το δεύτερο κανείς δεν το ξέρει». Ταυτίζει τη μορφή με την ουσία, τη θεωρεί μάλιστα κι ανώτερη. «Η τέχνη είναι συγχρόνως φόρμα και σύμβολο. Όσοι πάνε βαθειά από την επιφάνεια γυρεύοντας το σύμβολο το κάνουν για κακό δικό τους», λέει σαν καλός φορμίστας. Αγαπά τις γραμμές σαν αρχαίος έλλην ο νέος αυτός κι ασύγκριτος ωραιοπαθής.
— Αλλοίμονο, κοπέλλα μου, της είπε. Αυτός δεν είναι πια στον απάνω κόσμο. Μέσα στα σπλάχνα της γης, μέσα στους άγριους τους τόπους, έφαγε τα νιάτα του, γυρεύοντας την τύχη του. Δεν τον βοήθησε ο Θεός. Βγήκε χλωμός, με την ψυχή στο στόμα απ' τα σκοτεινά λαγούμια της γης, για να ξαναμπή πάλι για πάντα. Και τα μάτια του ξένου τρέχανε δάκρυα.
Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό. — Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.
Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος, έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλά μου απάνω. Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω, και ποια γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη; Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Άμα δυναμώσουμε και μεις, θα γυρέψουμε από το Χαγάνο τόπο να καλλιεργήσουμε· κι αν δε μας δώση, τον παίρνουμε με το χέρι μας. Και τότε — πού είσαι — δε θάρθη ο Θεομίσητος σε μας· θα πάμε μεις γυρεύοντάς τον... Πρώτα όμως να κάτσης να σκεφτής κ' έν' άλλο πράμα. — Τι πράμα ; τον ρώτησε ο Αριστόδημος κυττάζοντάς τον με σβυσμένα μάτια. — Ο Κουρδουκέφαλος θέλει να μας πάρη και το σπίτι.
Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της.
Μετ' ολίγον ακούομεν μίαν ορμήν και ταραχήν και ήτο που εβρυχήθη, ωσάν ταύρος αγριωμένος ο θηριώδης Κύκλωπας, καταβαίνοντας εις την αυλήν άναψε μίαν μεγάλην φωτιάν και έστρεψεν εις κάθε μέρος γυρεύοντας μας· ημείς από τον φόβον μας πάλιν εμείναμεν ημιθανείς και αναίσθητοι· αυτός ως μας είδεν ώρμησε και άρπαξε τον πλέον παχύτερον από τους συντρόφους και ευθύς τον εσούβλησε, τον έψησε και τον έφαγεν· έπειτα επήγεν εις την ιδίαν καμάραν υποκάτω και πίπτοντας τανάσκελα απεκοιμήθη· και άρχισε να ρογχίζη τόσον δυνατά, που ηχολογούσεν όλο το παλάτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν