Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Μα εδώ και λίγα χρόνια ο Καπετάν- Μοναχάκης μου φαίνεται πως πάει γυρεύοντας για πνίξιμο. Να το δης, Γερο-Φλώκο. Τώρα που τον πήραν τα γεράματα και τον σφίξαν οι ρεμματισμοί, κάλλιο τώχει να πάη στο φούντο με την «Αθηνά» παρά να δη άλλον καπετάνιο σ' αυτό το σαπιοκάραβο. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτη, μα πάω να χάσω το μυαλό μου μ' αυτόν τον άνθρωπο. Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.

Και τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά μου η γυναίκα, που μου αφωσιώθηκε με όλη της την ψυχή, και που την αγάπησα με τη δύναμι των δεκάξη μου χρόνων, εγώ σκιάχτηκα μπροστά στο φάντασμα της κοινωνίας, και χάλασα μια ευτυχία, γυρεύοντας να γυρίσω ανάποδα το ρεύμα της ζωής μου. Βλέπεις, γιατρέ, τι σκλάβοι που είμαστε, τι ελεεινοί σκλάβοι! Σκλάβοι σε όλη μας τη ζωή . . . Σκλάβοι αλήθεια! Σκλάβοι!

Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί· πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα. Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που εγέννησε το παιδί.

Τι τρέχει; είπεν η γραία, προσπαθούσα να φανή ατάραχος. · — Οι ταχτικοί σε χαλεύουν; Τι ζαράρ έκαμες, χριστιανή; Τρέχουν οι ταχτικοί γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! να κρυφτής πουθενά, μπάριμ! Σε λυπούμαι καϋμένη! Τι κρίμα έκαμες; — Εγώ; κρίματα πολλά . . . Μα δεν ξέρω γιατί να με γυρεύουν οι ταχτικοί, που μου λες; — Τρέχα, κατά 'δω έρχονται τόρα.

Ο Δόρκωνας λοιπόν αφού λυπήθηκε, έφυγε γυρεύοντας άλλο δρόμο έρωτα· κι ο Δάφνης σαν να μη φιλήθηκε παρά σαν να δαγκώθηκε, αμέσως έγινε μελαγχολικός και συχνά ένοιωθε κρυάδες και την καρδιά του άκουε να χτυπάει πολύ· κ' ήθελε να βλέπη τη Χλόη κι όταν την έβλεπε γινότανε κατακόκκινος.

Μόλις όμως άκουσα ότι δεν κοιμήθηκε στο σπίτι, αλαφιάστηκα και έτρεξα στο νεκροταφείο, όπου δυστυχώς οι τάφοι ήταν όλοι τόσο ίδιοι που δεν μπορούσα να ανακαλύψω αυτόν που έψαχνα, αν και ξόδεψα τέσσαρες μέρες γυρεύοντάς τον.

Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν