Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Το δαχτυλίδι θα πάη στην εικόνα, που μου παράγγειλε. Ο Ρήγας του Μαθιού τον κύτταξε τώρα στα μάτια σα χαζός. — Τώξερες λοιπόν, θεοσκοτωμένε; — Δεν ήξερα τίποτε, που να ξεραθώ! Εκείνο το βράδυ τον αντάμωσα που τραβούσε κατά το μώλο. «Άκου, συμπέθερε! μου λέει Πάρε τούτο το δαχτυλίδι. Εμένα τα δάχτυλά μου φυράνανε κ' εκεί που ψαρεύω με παίρνει καμμιά φορά ο ύπνος και θα μου πέση στο γιαλό.

Άλλος μιλάει για το φιλί και λέει πόσο γλυκό είνε, Και μολογάει πώς τ' άρπαξε το πρώτο από μια χήρα Πώσκυψε για να πιη νερό μέσ' 'ς της Ωρηάς τη Βρύση Και τώρα την καλόμαθε και με καλό το παίρνει. Άλλος για κούρσες μολογάει, για κλέφτες, για πρωτάτα, Γι' αρματωσιές, για σκοτωμούς, και κάπου κάπου απλώνει Κι' αναγυρίζει τη φωτιά και παίρνει ένα τραγούδι.

Ένας ποιητής ή ένας πεζογράφος παίρνει τους ζωντανούς, τους δημοτικούς τύπους της γλώσσας που μιλιέται στον καιρό του· τους δίνει με τα έργα του βάση και χώμα, κ' έτσι τους ριζώνει μέσα στη μνήμη των αθρώπων. Καταντούν τύποι κλασσικοί. Ας φέρουμε παράδειμα τη γαλλική φιλολογία.

Αλλιώς, εκεί που πάει να μιλήση αρχαία, ο νους του, που πια αρχαίος δεν είναι, παίρνει άλλη σειρά, έχει άλλες ιδέες, και πώς θέλετε να ταιριάξουν παλιές φορεσιές με πρόσωπα καινούρια; Οι χιτώνες κ' οι χλαμύδες είναι πολύ ωραία ρούχα· στοχαστήτε όμως να μας έβλεπε σήμερα κανείς στο Συνέδριο όλους ασπροντυμένους και ξυπόλυτους. Θα του έρχουνταν κάπως παράξενο.

Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.

Μα δε νοιώθουν πως τιμή είναι η δουλειά, κι ούτε το γυμνάσιο, ούτε το επάγγελμα κάνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος είναι εκείνος που έχει οικογενειακή ανατροφή, είτε σε πολιτεία ανατράφηκε είτε σε χωριό, είτε ξέρει γράμματα, είτε δεν ξέρει. Άνθρωπος είναι εκείνος που παίρνει τη δουλειά του πατέρα του και την καλλιτερεύει.

Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.

Ποια σε παίρνει, υπέλαβεν η Φλουρού. — Ποια με παίρνει! ανέκραξεν ο καθηγητής. Ποια με παίρνει! Πλήρης αγανακτήσεως διά την προσβλητικήν παρατήρησιν, ηθέλησε να κατασυντρίψη διά της ευγλωττίας του την γραίαν, αλλ' η απάθεια της έδεσε την γλώσσαν του. Εγερθείς ανήλθεν εις το δωμάτιόν του χωρίς να είπη τι επί πλέον.

Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές.

Ο πατέρας παίρνει σύζυγον την κόρην του και το παιδί την μητέρα, και η κόρη τον αδελφόν, οι φίλτατοι δε μεταξύ των επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον και αλληλοσκοτώνονται. Αυτάς τας συνηθείας έφερες και να τας κρατήσης διά τον εαυτόν σου• μη τας μεταδώσης δε και εις ημάς.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν