Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Ο κόσμος είνε καθρέφτης που σκύβεις και βλέπεις μέσα το νου σου προτού ν' ανοίξης το στόμα σου και να μιλήσης. Ξεχνάς καμιά φορά το σκοπό σου; Βγαίνεις και τονέ ρωτάς τον κόσμο, τι έχεις να πης ή να κάμης. Σε παίρνει τότες από το χέρι και σε σέρνει σε μύριους γκρεμνούς ο καλόβουλος αυτός κόσμος, που σ' αγαπάει κι όλο για το καλό σου χολοσκάνει και νοιάζεται.
ΒΑΚΧ. Δεν ζητά και πολλά πράμματα• μίαν δραχμήν και ψωμί• χρειάζεται δε και ολίγο αλάτι, επτά οβολούς, θειάφι και δαδί. Αυτά τα παίρνει η γριά. Αλλά χρειάζεται κρασί από το οποίον μόνον αυτή πίνει. Πρέπει δε να έχη και κάτι από τον άνδρα που θέλεις να σου μαγεύση, φόρεμα, υπόδημα, ολίγες τρίχες ή τίποτε άλλο τέτοιο. ΜΕΛ. Έχω κάτι παπούτσια του Χαρίνου.
Ξέρω μονάχα πως εκεί πια δεν είναι κλεισμένη, μόνο τώρα πετάει αψηλά, και κατεβαίνει κάποτες και με παίρνει από το χέρι σα χάνουμαι στου κόσμου την καταχνιά, και με φέρνει σε στασίδι που δεν το αξίζω. Ας σταθούμε δω πέρα λιγάκι. Ας απλώσουμε το χαλί μας, κι ας κάμουμε το ναμάζι μας.
Έτσι θα σιαχτεί, μ' αυτόν τον αγώνα, και ο χαραχτήρας τους, όσο παίρνει. Περισσότερα εδώ γι' αυτό το ζήτημα δεν ταιριάζει να πούμε.
Κι' οι μπιστικοί συντρόφοι το γδέρνουν και το συγυρνούν καλά με κάθε τέχνη, και λιανισμένο ταχτικά στις σούγλες το περνούνε, το ψαίνουν όμορφα όμορφα κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν. Κατόπι παίρνει το ψωμί να δώσει ο Αφτομέδος 625 μες σε πανώρια κάνιστρα, και πάει και στο τραπέζι τα βάζει απάνου· και το κριάς μοιράζει ο Αχιλέας. Και τότες σ' έτοιμα άπλωσαν καλούδια, ομπρός στρωμένα.
— Και πού τώχεις αυτό το παιδί; Μήπως σούστειλε γράμμα καμμιά φορά; Μήπως έμαθες γι' αυτό το παιδί καμμιά φορά; Δεν συμμαζώνεις τα μυαλά σου λιγάκι; — Εσύ να μαζώξης τα λωριά σου, γιατί θα σου τα μαζώξω εγώ! Αυτά συνέβαιναν συχνότατα. «Μα πού παίρνει χαμπάρι πώς έρχονται καράβια», έλεγεν απορούσα η κόρη.
Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι, που υπάρχει στην Ήπειρο, αναφερόμενο σ’ έναν Δίγιαννο, οποίος στη ρύμη των στίχων ονομάζεται Γιάννος, και αποδείχνει, ότι Γιάννος και Διγενής είνε το ίδιο: » Στην Άρτα τ’ άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο... » Ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει » Όλον τον κόσμο κάλεσαν, τη γη την οικουμένη, » Το Δίγιαννο δεν κάλεσαν, πο τη κακογνωμιά του, » Γιατί σκοτόνει τους γαμπρούς και παίρνει τες νυφάδες. » Νάτος! κι’ ο Γιάννος πώφτασε...» κτλ.
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Τι διάβολο κάνετε μ' αυτό το χέρι; ΑΡΓΓΑΝ Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Εγώ θα τώκοβα αμέσως αν ήμουν στη θέσι σας. ΑΡΓΓΑΝ Και γιατί; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε βλέπετε πως σας παίρνει όλη την τροφή και δεν αφίνει να τρέφεται το άλλο μέρος; ΑΡΓΓΑΝ Ναι, μα μου χρειάζεται αυτό το χέρι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αυτό το δεξί μάτι θα το είχα βγάλει εγώ αν ήμουν στη θέσι σας. ΑΡΓΓΑΝ Να βγάλω το ένα μου μάτι;
Δεν είχεν ακόμη καλά καλά τελειώση ο Ευθύδημος, και αμέσως παίρνει τον λόγον, ως να ήτο σφαίρα, ο Διονυσόδωρος και σημαδεύει πάλιν τον νέον: — Α, Κλεινία, είπε, προσπαθεί να σε γελάση ο Ευθύδημος διότι, ειπέ μου, το να μανθάνη κανείς δεν σημαίνει να αποκτά την γνώσιν εκείνου του πράγματος που μανθάνει; — Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεινίας.
Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέπαζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυφλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πη, με φέρνει σ' ένα στασίδι. Είταν το στασίδι του Ψάλτη. Ό,τι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας. — Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν