Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκε 'ς ταις περσιναίς εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα; Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν. Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον αναγνώστην ο γείτων του. Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.
— Ένα φιλί, να μου δώσης ακόμη ένα φιλί, Λέλα, ένα φιλί σου. — Γρήρορα, γρήγορα, να μη μας διή κανένας. Καρλή μου σ’ αγαπώ. Φέβγει, φέβγει. Σκοτεινιάζει. Τι ερημιά που την έχει η κάμερή μου! Τραβιούμαι στην κάμερή μου. Πέφτω και πλαγιάζω. Με παίρνει ο ύπνος. Έφυγε βιαστικά. Γιατί να φύγη; Πού τρέχει; Ακόμη φοβάται; Μήπως είταν όνειρο, Καρλή; Όχι. Όνειρο τέτοιο δε γίνεται.
Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν' ανεβαίνη ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς. Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Παναγή, αντίς να γελάση κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, — Μωρέ Παναγή, του λέει, έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσης από τον Καπετάν Βάγλη, και νάρθης μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέττα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.
Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι 85 σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια. Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει και πρώτη που της μίλησε δυο φτερωμένα λόγια «Ήρα, γιατί ήρθες; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω, 90 θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου.»
Ο Ρουφογάλης χαιρετά με τρανταχτά γαυγίσματα το περιγιάλι· το ναυτόπουλο τραγουδά σκαρφαλώνοντας στο κατάρτι· και πίσω από το κάσαρο ταπεινός και περίλυπος ο καπετάν Βαλμάς κρύβει το πρόσωπό του απάνω στο πανιασμένο στήθος του μοναχογιού. Μα το υπεράκριβο αίμα δρόμο παίρνει στα πέλαγα, φάρος γίνεται στους παντοπλάνητους και δείχνει μητρική αγκαλιά το λιμάνι του Γέρακα.
Του παίρνει και το σελάχι από τα χέρια και τόδοσε πάλι στον άμοιρον Καναβιό, οπεστεκόταν στην άκρη αποσβολωμένος. Ο Κυρ-Λοχίας, — Μπαλατσό τόνε λέγαν, αλήθεια, — έσπρωξε τον Καναβιό με τα παλιοτσάβαλά του καταόξω. Βγήκε κι αφτός. Βγήκε κι ο Επιστάτης αποπίσω. Σαν βγήκαν κ' οι τρεις, ξανάτριξαν τα βαριά κλειδιά, ξανάκλεισε η πόρτα. Πήγε κι ο Σκοπός στη σκοπιά του.
Πριν όμως πατήση στη βάρκα πισογυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό μεταξομάντηλο και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι. — Γεια σας κ' ήρθα, λέγει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της «Κυραδέσποινας» που άρραξε προχτές στο νησί σας. Τ' όμορφο καράβι ταιριάζει με όμορφη καπετάνισα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα μου.
Απαρατάει στο φάραγγα τη Μάγισσαν ο Γιάννος Και παίρνει όρη και βουνά και τρέχει, σαν αγέρας, Να πάη ναύρη τον γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Π’ ανθίζει τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακά του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.
Ο Δρόμων έλεγεν ότι ο Αρισταίνετος είνε παιδεραστής και με την πρόφασιν των μαθημάτων έχει τα ωραιότερα παιδιά• και με τον Κλεινίαν κρυφομιλεί και του υπόσχεται ότι θα τον κάμη μεγάλον και ένδοξον. Εκτός τούτου τον παίρνει και διαβάζουν μαζή κάτι ερωτικούς λόγους των παλαιών φιλοσόφων προς τους μαθητάς των και όλο με τον Κλεινίαν καταγίνεται.
Η Κριτική με το συγκεντρωτικό της πάλι κάνει δυνατή τη μόρφωση. Παίρνει την οχληρή μάζα του δημιουργικού έργου και τη διυλίζει σε μια πιο φίνα ουσία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν