United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έβλεπες τότε τα ξηρά και μαυρισμένα ως φουρνόξυλα χέρια της, ν' ανακατόνουν της κλάρες μέσα στον φούρνο. Και έβλεπες τότε να πετά έξω με βίαν τα ταψία με της βασιλόπηττες ρίπτουσα αυτά εις μίαν λοξήν και χωλήν παγκιέταν, κατακόκκινη από την θερμότητα και κάθιδρος από τον κάματον, με το κεφαλάκι τηςτον βαρύν κεφαλόδεσμόν τηςκρεμάμενον οπίσω από την πλάτην ως καλαθάκι πλήρες.

Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό. Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιοθής, Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς. 140 Πολύ καλά, αποκρίθη· μον δεν παρανογώ, Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ. Γιατί, κυρ Μύρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή Από το λάλημά μου, κι' αυτή είναι η αφορμή.

Τι να της είπω; είπεν η φωνή, ήτις εφαίνετο όλως καταβεβλημένη και ο διάλογος τη επροξένει κάματον. — Μη καταβάλλεσαι, είπεν η Βεάτη, εννοήσασα το αίσθημα της ξένης· έχε θάρρος, σοι λέγω. — Ναι, βέβαια. — Εγώ θα πάρω τον τύπον του κλείθρου τώρα. — Του κλείθρου; — Ναι, θα κάμω αντικλείδι. — Α! είπεν η φωνή και εφάνη ότι η λέξις αύτη τη επανέφερε ζοφεράν ανάμνησιν.

Η Αϊμά έμεινε βεβαίως εν τη οικία του εκατοντάρχου. Την επομένην νύκτα ο Μάχτος ενδούς εις τον τοσούτον κάματον, έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον και απεκοιμήθη παρά την οδόν, όπου έμενεν ενεδρεύων. Τότε δ' εν μέσω του ύπνου του τω εφάνη ότι ήκουσε βήματα ίππων και ανθρώπων και θόρυβόν τινα· προσεπάθησεν εν υπνοβασία διατελών να εγερθή, αλλά τα καταπεπονημένα μέλη του δεν εκινήθησαν.

Το παστόν χοιρινόν κρέας, το οποίον είχα φάγει το πρωί εις την καλύβην, και τα παξιμάδια μου τα καταβροχθισθέντα καθ' οδόν, ήσαν αυτά καθ' εαυτά ικανά προς ανάπτυξιν δίψης, μου την εξηρέθισαν δ' έτι μάλλον ο μακρός δρόμος και ο ήλιος, όστις δεν είχεν εισέτι κρυβή όπισθεν των απέναντι βουνών. Αντείχα εισέτι εις τον κάματον, αλλ' η δίψα μ' εβασάνιζεν.

Αν ελάμβανε την ατυχή ταύτην παίδα εις τας αγκάλας του, και εβάδιζε δύο ή τρία μίλια, διότι δεν ησθάνετο πλέον κάματον, αν έβλεπε φως λάμπον εις τον φεγγίτην, και έκρουε μετά θάρρους και συστολής άμα την θύραν . .. . . . πιθανόν να δυσηρεστούντο οι κάτοικοι της καλύβης διά το άκαιρον και απροσδόκητον της ενοχλήσεως, αλλ' αυτός θα ωμίλει, θα διηγείτο με δύο λέξεις το πράγμα, θα μετήρχετο την ευγλωττίαν του πάθους και της οδύνης, και ίσως θα τους συνεκίνει.

Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό. Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιωθής, Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς. Πολύ καλα, αποκρίθη, μόν δεν παρανογώ, Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ. Γιατί, κυρ Μυρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή Από το λάλημά μου, κι αυτή είναι η αφορμή.

Ελησμόνησα διά μιας τον κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.

Ο είς φονεύεται, διότι ετράφη με το πλεόνασμα του πλουσίου· ο έτερος φονεύει, τρεφόμενος δια του αίματος ενός πτωχού. Έντρομος τότε κράζω προς το Φάσμα: — Φύγωμεν! φύγωμεν! Να κλέψης ολίγον χρήμα ενός πλουσίου, είνε έγκλημα· να κλέψης ολόκληρον την ζωήν ενός πτωχού, είνε Νόμος· Φύγωμεν! φύγωμεν!. . . Ό,τι είδον ήτο τρομερόν. Οι πόδες μου, βεβαρυμέναι από τον κάματον, μού σημειώνουν: οπίσω.

Από όρθρου βαθέος επί της κορυφής του όρους, μέχρι οψίας νυκτός εις ήντινα οικίαν είχεν εκλέξει προς διανυκτέρευσιν, τα πλήθη ήρχοντο πυκνά περί Αυτόν, μη σεβόμενα το άσυλόν Του, μη αναλογιζόμενα τον κάματόν Του, απλήστως έρχοντα να τον ίδωσι, να μετάσχωσι των θαυμάτων Του, να ακούσωσι τους λόγους Του. Δεν έμενε καιρός ουδέ όπως φάγη άρτον.