Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Τόπιασε η Κερά Γιώργαινα στα χέρια της το παιδί που γεννήθηκε χωρίς πνοή: χλωμό-χλωμό, σαν από κερί ασπροκίτρινο με τα χειλάκια του και ταυτάκια του και τα δαχτυλάκια των ποδιών και των χεριών του μελανιασμένα, μαβιοκόκκινα. . . Τo χτύπησε η Κερά Γιώργαινα πίσω στις πλάτες και στις πατούνες, το τράνταξε, του πέταξε νερό στο μουτράκι του με το στόμα της. . και σα δεν ανάσαινε μ' όλ' αυτά, του φύσηξε δυνατά μέσα στο στοματάκι τον και μονομιάς φταρνίστηκε. . και σιγά-σιγά ρόδισε, μα μόλις-όσο ροδίζει εν’ άσπρο τριαντάφυλλο-κ’ έζησε. . κι άρχισε να κλαίη αχνά, καθώς μπήκε στη ζωή. . . Σαν κερένια κούκλα ήτον το τσαμένο, σαν κούκλα πούβγαζε και λίγη φωνή άμα τηνέ ζουλούσαν. . . -Κοριτσάκι είνε Λιόλια μου, μα ότι και νάναι να σου ζήση και σπιτονοικοκυρά!

Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα; — Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.

Δε βάσταξε να τόνε βλέπη να κλαίη και πάλι τα πόδια να του γλυκοφιλή, επειδή ήτανε παλληκάρι μεγαλόκαρδο κ' ήξερεν από αγάπης πόνο, παρά τούδινε το λόγο του πως θα τόνε ζητήση, από τον πατέρα του και πως θα τόνε φέρη στην πολιτεία δικόνε του σκλάβο κ' εκείνου αγαπητικό.

Ησύχασε, και ειπέ μου, ποίον ζητείς; τον ηρώτησε. — Την Αϊμάν, την αδελφήν μου, είπε μετά πάθους ο Μάχτος. — Την αδελφήν σου; εκείνη η νέα είνε αδελφή σου; — Ω, ναι. — Και διατί σου την επήραν; Δεν μου λες; — Ειξεύρω κ' εγώ; Αυτό ήθελα να σ' ερωτήσω. — Και πού θα την φέρουν; — Δεν ειξεύρω. — Κλαίεις βλέπω. Είσαι δυστυχής; — Πολύ δυστυχής. — Ειμπορεί κανείς να κλαίη τόσον;...

Έπειτα τον κτηνώδη φόβον του διεδέχθη αθυμία και βαρύ παράπονον διά την παντελή διάλυσιν των ελπίδων και των ονείρων του. Όλος ο γύρω κόσμος του εφαίνετο ως θλιβερόν ερείπιον, εις το οποίον μόνον αυτός έμεινε διά να θρηνή. Και του ήρχετο να πέση πρηνής επί των χόρτων και να κλαίη, να κλαίη.

Και πλήρεις θυμού, τρέμοντες εξ αγανακτήσεως, ώρμησαν εκ συμφώνου και κατέφερον φοβερά γρονθοκοπήματα επί του πτωχού Μάρτη, όστις ηρκείτο να φωνάζη, να διαμαρτύρεται και να κλαίη απαρηγόρητα, ως την χήρα γυναίκα. Όταν ο Μάρτης κλαίη, αλλοίμονον εις τον κόσμον!

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Αλλ' η μήτηρ του σιωπώσα ήρχισε να κλαίη. Τα σιωπηλά αυτά δάκρυα τόσην εντύπωσιν επροξένησαν εις την ευαίσθητον ψυχήν του νέου Βασιγκτώνος, ώστε αμέσως επαναφέρει το κιβώτιον από την λέμβον εις την οικίαν, και θυσιάζει προθύμως τον ναυτικόν έρωτά του ενώπιον της υιικής του αγάπης.

Μόνο σαν την είδε να κλαίη και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε: — Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, για να σε προφτάση ο αγαπημένος σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε: — Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεββάτι τόχω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίση...

Κι άξαφνα χοντρές χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν με ξερό κρότο στο χρυσόστρωμα των ξερών φύλλων τρυπώντας τα. Κ' η φύση όλη τότε άρχισε να κλαίη με βαθύτατη λύπη, μ' ένα παράξενο κλάμμα την ομορφιά της που χάνουνταν πόσβυνε... Κάθε δειλινό με τη λιακάδα έκανα περίπατο στα λιοστάσια της εξοχής.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν