Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
— Όι, όι, δε θέλω λόγια· φθάνουν τα όσα έχω ακουσμένα. Μα κη μάνα μου θα στενοχωρηθή. Άρχισε να κλαίη και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μούπε: — Άιντε, Γιωργή μου, πήνε να πάω κεγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω να μάςε δούνε. Και θα σου πω 'γώ πού θα τα διαβάσωμε τα γράμματα. Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κείπε: Ας κάτεχα γράμματα!...
ΑΜΛΕΤΟΣ Το κτυπημένο ελάφι ας πα να κλαίη, το αλάβωτο ζαρκάδι, ας παιγνιδά· θα κοιμάτ' ένας, άλλος αγρυπνά· εις τούτον τον συρμόν ο κόσμος πλέει. ΟΡΑΤΙΟΣ Το μισό. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, ολόκληρο, είμαι βεβαιότατος. Ω Δάμων φίλ', εδώ την βασιλεία ωρφάνευσαν από τον ίδιον Δία, το ξεύρεις, και τον κλείσαν 'ς το μνημούρι· και τώρα βασιλεύει ένα — παγώνι. ΟΡΑΤΙΟΣ Εύκολα εύρισκες την ρίμα .
Κοιμούνται γύρω τα περιβολάκια με τα ψηλά κυπαρίσσια τους, πέρα τ' αμπέλια μόλις χωρίζουν και το ποταμάκι κάτω πόπλυνε τόσες όμορφες μέρες τα ρούχα της η νύφη, ακούεται σα να κλαίη παραπονεμένα κι αυτό, για τον ξενιτεμό της. Φεύγουν φεύγουν κι από μπρος της φεύγει κ' η αγαπημένη όψη του χωριού της, πόζησε σ' αυτό όλη τη ζωή της για ν' ακολουθήση τόρα τον ξένο αυτόν τον άντρα της.
Αλλ’ όταν κλαίη τις μόνος, τα δάκρυα τότε είναι αληθή και πικρά, ως πάσα εν τω κόσμω αλήθεια. Κρότος βημάτων εις τον διάδρομον απέσπασε μετ’ ολίγον την Ιωάνναν των θλιβερών αυτής λογισμών, και ανοιχθείσης της θύρας, εισήλθεν η Ηγουμένη, κρατούσα εκ της χειρός αγένειον νεανίσκον, φέροντα το ένδυμα του Αγ.
Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.
Το ’βγαλε πέρα κι ούτε απόκαμε η ευχή που ’δωσε ο πατέρας, ως πέρα η ανυπάκουη γνώμη εβάσταξε του Λάιου· και τώρα γνοιάζομαι την πόλη μας, γιατί δεν χάνουνε τη δύναμή τους οι χρησμοί. Ω πολυστέναχτοι, ανήκουστο που εκάμετε το πράμα κ’ ήρθαν αλήθεια συμφορές να κλαίη κανείς όχι με λόγια.
Τότε τον βρέσκαν οι βοσκοί στα δέντρα ριζωμένο, Με το κοπάδι αμάζευτο σ' όλα τα πλάγα σκόρπιο, Να κλαίη να κλαίη και θλιβερά να λέη ο μαύρος τέτοια: — «Άθλια καρδιά, πώς σκόνταψες τυφλή στο βρόχι τούτο; Γιατ' είσ' ενού φτωχού καρδιά πούνε κυρά του η Χρύσω.
Τελειόνων τας λέξεις ταύτας ο βουκόλος απεκάλυψε και έδειξε το παιδίον εις την γυναίκα· αύτη δε, επειδή είδεν ότι ήτο ευτραφές και ωραίον, ήρχισε να κλαίη, και περιπτυχθείσα τα γόνατα του ανδρός της, τον παρεκάλεσε να μη το εκθέση κατ' ουδένα τρόπον.
Η βεζυροπούλα βλέποντάς τον ηθικόν κίνδυνον που ευρίσκονταν, και φοβουμένη διά να μη χάση την τιμήν της, άρχισε να χάνη την όψιν της και να κλαίη.
Πάλμο, να λυπηθής την κακόμοιρη σου τη Μοιρίτα! Μου τάλεγε μ' έναν τρόπο που μου ραγίζει την καρδιά, μόνο που το θυμούμαι. Άρχιζαν πάλε να βρέχουνται τα μάγουλά της. Πώς να την αφήσω να κλαίη; Ο μεγαλήτερός μου ο καημός είταν ο καημός της. Ήθελα να μοιάζη η ζωή της με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Προσπαθούσα να στρώσω γλυκά και τον άμμο, να μαλακώσω και το χώμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν