Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025


Ο Βινίκιος, βεβαιωθείς ότι δεν ηδύνατο να διέλθη έφιππος, κατήλθε του ίππου του αψηφών τους κινδύνους. Έτρεξεν. Ωλίσθαινε κατά μήκος των τειχών και ενίοτε ανέμενεν ίνα το πλήθος των φυγάδων τον αντιπαρέλθη. Εσκέπτετο ότι αι προσπάθειαί του ήσαν φανταστικαί. Η Λίγεια ίσως δεν ήτο πλέον εις την πόλιν, δυνατόν να είχε φύγει.

Ήτο ευτυχής η Αρσινόη, ήτο δηλαδή ήσυχος, ότε πρωίαν τινά ευρέθη ενώπιόν της ο Φωκίων . . . Ήτο μόνη . . . Αυτός, προ μικρού επανελθών εκ ταξειδίου, έτρεξεν ευθύς παρά τη φίλη οικογενεία . . . Ήτο τύπος ωραίου ανδρός, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως. Η στάσις του εδείκνυε κάποιαν συστολήν. Η Αρσινόη δεν θα ηδύνατο να εκφράση τι ησθάνθη την στιγμήν εκείνην.

Η δυστυχής νέα, έντρομος, αγωνιώσα, φρίττουσα, αισθανομένη εαυτήν έρημον της θείας και της ανθρωπίνης βοηθείας, αφού έτρεξεν επί πολλήν ώραν, όπως ηδυνήθη, και δι' ης οδού έτυχεν, απηύδησε τέλος. Φθάσασα παρά τον αιγιαλόν, δεν είχεν άλλην διέξοδον ή να ριφθή εις την θάλασσαν, αλλ' όμως δεν είχε την τόλμην ταύτην. Ήκουε τα βήματα των καταδιωκόντων αυτήν προσεγγίζοντα.

Συγχρόνως ηκούσθη κρότος έξωθεν, κ' ευθύς κατόπιν μία φωνή. — Γρηά! . . . Γρηά! . . . κοιμάστε; Ήτον ο Λυρίγκος, κ' εκάλει την πενθεράν του. Η γραία εγνώρισε την φωνήν, εσηκώθη κ' έτρεξεν εις την θύραν. — Έλα να μου δώσης ένα χέρι, εφώναξεν ο Λυρίγκος. Ο παραγυιός λείπει κ' είμαι μονάχος.

Η γραία Αχτίτσα επανήλθε μετ' ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον εις τον κόλπον της. Ο Γέρος, όστις εγνώριζεν εκ της παιδικής του πείρας, ότι ποτέ άνευ αιτίας δεν εφούσκωναν οι κόλποι της μάμμης του, αναπηδήσας έτρεξεν εις το στήθος της, ενέβαλε την χείρα, και αφήκε κραυγήν χαράς.

Ρίψας τα αργύρια εντός του Ναού, όπου εκείνοι οι ανίεροι εκάθηντο, και όπου αυτός ο βέβηλος δεν ηδύνατο να εισέλθη, έτρεξεν εις την άπελπιν μόνωσιν, εξ ης δεν ήτο προωρισμένος να επανέλθη ζων. Εκεί εκρεμάσθη, και η παράδοσις δεικνύει ακόμη εν Ιερουσαλήμ το έρημον, φασματώδες, ανεμόπληκτον δένδρον, το οποίον καλείται το Δένδρον του Ιούδα.

Έλαβε λοιπόν το κηρίον και έτρεξεν εις τους κοιτώνας. Εις τον πρώτον ήνοιξε το παραπέτασμα της θύρας και φωτιζόμενος υπό του κηρίου παρετήρησε. Και εκεί ουδείς ήτο.

Τα παιδιά, τα οποία κατά το απόγευμα έπαιζαν εις τον δρόμον, ανεφώνησαν μετ' ολίγον: «Ο Πατούχας! ο ΠατούχαςΚαι η χήρα ανασκιρτήσασα, έτρεξεν εις την θύραν και με συγκίνησιν, ήτις την έκαμε να τρέμη σύσσωμος, είδε τον Μανώλην ερχόμενον. Ήτο λερωμένος και παρηλλαγμένος, αλλ' ανδρωδέστερος. Τα μαλλιά του είχαν παραμεγαλώση και η αταξία των έδιδεν εις την μορφήν των κάτι τι το θηριώδες.

Ο φίλος μου με αφήκεν ευθύς. — Προχώρει, μου είπε και σε φθάνω. Και έτρεξεν εις συνάντησιν του πολιτευτού. Γνωριζόμεθα προ ετών με τον Σοφοκλή. Είνε πεντηκοντούτης περίπου, υψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ολίγον ωχρός, μ' ένα κεφαλάκι μικρό, με κρανίον αποψιλωμένον και στίλβον, ελαφρώς ταλαντευόμενον εις κάθε του βήμα.

Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας. — Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε. Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού δεν εξεχώριζα.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν