United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι είνε; τι παθαίνω; Ορθαί εις την κεφαλήν μου Στέκονται η τρίχες! . . . λείπει Η αναπνοή μου! Ιδού, η πλάκα σείεται . . . Ιδού από τα χαράγματα Του μνήματος εκβαίνει Λεπτή αναθυμίασις Κ' εμπρός μου μένει. Επυκνώθη λαμβάνει Μορφήν ανθρωπικήν. Τι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα, Φάντασμα του νοός μου Τεταραγμένου;

Νοιόθει η Νεράιδα την κλεψιά καιτο χορό που σειέται Κοντοκρατάει το χορό και κόβει το τραγούδι. — Μ' εκλέψανε! λαχταριστά και ξαφνικά φωνάζει Και παίρνει τον κατήφοροτου κυνηγού τα πόδια. Σαν ωργισμένος άνεμος, σαν σίφουνας, σαν μπόρα Κ' η άλλαις την ακολουθάν και φτάνουν τον Γιαννούλα, Μ' αυτός βαστάει το φυλαχτό, μπαρούτι και λιβάνι, Και να τον πιάσουν δεν μπορούν, ούτε να παν σιμά του.

Και όταν σείεται ο πολυέλαιος και σείεται κι' αυτή μαζί της πέρα- δω, θαρρώ πως είμαι μέσα κ' εγώ, και ταξειδεύει, ο νους μου ακόμη με τα πανιά.... Θερινήν τινα εσπέραν του έτους 1854 ασυνήθης κίνησις παρετηρείτο εν τω ορμίσκω της μικράς πολίχνης της νήσου.

Τέλος αναβαίνει ο γέρων επάνω κρεμάσας κάτω το λυχνάριον από τινος των εν τη γωνία μεγάλων παλαιών δοκών. Άνεμος ψυχρός του Ιανουαρίου είχεν εγερθή προ τινων στιγμών και σείεται η σαθρά οικία ως δένδρον και κτυπώσιν εις τους ηρειπωμένους τοίχους τα παμπαλαιά παράθυρα και αφίνουσι πένθιμον ήχον.

Και απόδειξις είναι ότι το μεταχειρίζεται συχνά προς τούτο. Όλα αυτά κυρίως με το ρ απομιμούνται τα όντα. Διότι, νομίζω, έβλεπε ότι η γλώσσα εις αυτό το στοιχείον, διόλου δεν μένει στάσιμος, αλλά σείεται υπερβολικά. Δι' αυτό μου φαίνεται ότι μετεχειρίσθη αυτό τόσον πολύ εις αυτά. Το δε ιώτα πάλιν είναι κατάλληλον εις όλα τα λεπτά, τα οποία είναι πολύ επιτήδεια να διαπερνούν τα πάντα.

Και όταν ο Γέρω-Συμβίας ο κορακοζώητος, ανάπτη τον μέγαν πολυέλαιον και σείη αυτόν, μ' αρέσει να βλέπω να σείεται μετ' αυτού και η ασημένια σκούνα, η οποία κρέμεται από τον μέγαν του ναού πολυέλαιον, υπό τον θόλον, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου. Απαράλλακτη η σκούνα μου, η καταπρασίνη, που μια φορά κ' έναν καιρόν ήταν αραγμένη εις τον βοσπορίζοντα λιμένα της νήσου.

Μα την αλήθεια! τι άλλη καλλίτερη δουλειά θες; Ο Γενάρης, λέει, πάει να ιδή πού θα γεννήσ' η μάνα του και ο Απρίλης να στολιστή, να μαράνη πέντε νηές και τη Μάρω του. . . Ο κατεργάρης ο Απρίλης· τι παράξενος μήνας! όλο να σειέται, να σειέται, να λιγυέται και να φιλή τα κορίτσια θέλει. . . Μωρέ, πιέ κρασί να ιδής την υγειά σου! ένα παρά δε δίνω για τον κόσμο· αρκεί νάχη το βαρέλι κρασί!. .

Δε σειέται φύλλοτα κλαριά... Κανένα νυχτοπούλι Μοιρολογάει το σκοτωμό και κάπου κάπου οι λύκοι Που ανάμεσό τους γρούζουνε ποιος να πρωτοχορτάση Με τα πηχτά τα αίματα... Εδώ κ' εκεί κουφάρια Και ροχχαλιάσματα βαθειά...

Τότε ο αντρειωμένος τραβάει το σπαθί του, το σηκώνει, και το κατεβάζει στο κεφάλι του δράκοντα, χωρίς όμως ούτε το τομάρι να σκίση. Μολαταύτα το θεριό αισθάνθηκε τα χτυπήματα. Ρίχνει να νύχια του στην ασπίδα και τη σκίζει. Με το στήθος ξέσκεπο ο Τριστάνος, σημαδεύει πάλι με το σπαθί, και χτυπάει το θεριό στα πλευρά με τόση δύναμι που σείεται ο αέρας. Άδικα. Δεν μπορεί να το πληγώση.

Ο Καίσαρ μάτωσε της εκκλησίας τον κρίνο.. Όμως αυτός δεν θα δειλιάση και ο καθείς μας να του μοιάση πρέπει, γιατί από τη φθορά στην αφθαρσία θε να περάσωμε και θα ντυθούμε την αθανασία. Από τάφον ανοιγμένο λες και βγαίνει η φωνή της, Για δες πως σειέται σαν καλάμι το κορμί της. ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ. Και τώρα δε θέλω ν' αγνοήτε όπως και οι άλλοι την αλήθεια την μεγάλη.