Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα 'ς την κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85 τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη. αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι, τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν, και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι. να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90 εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων, ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε. και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95 και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε• Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι, και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα• ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100 όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του, σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, 'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».
Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη, κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250 του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων, ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα».
Δεν είδ' ανθρώπους τέτοιους, ούτε θα ιδώ ποτέ μου, Ωσάνκε τον Πειρίθοον, Δρύαντα βασιλέα, Πολύφημον ισόθεον, Εξάδιον, Καινέα· Τον όμοιον με τους θεούς Θησέα τον Αιγείδην. Ότ' ήταν δυνατώτατοι απ' όλους τους ανθρώπους.
Ατρείδη, θα ποδίσομεν εμείς, νομίζω, τώρα, Κι' οπίσω θα γυρίσομεν, αν φύγομεν τον Χάρον· Ότ' ο λοιμός, κι' ο πόλεμος τους Αχαιούς δαμάζει. Έλ' ας 'ρωτήσωμέν τινα μάντιν, ή ιερέα, Να 'πη τι τόσον θύμωσεν ο Φοίβος ο Απόλλων; Μη μέμφεται για τάξιμον; Ή μη για εκατόμβην; Ή μήπως θέλει λίπ' αρνιών, ή και γιδιών τελείων Να λάβη, κ' ύστερ' το κακόν να μας τ' απομακρύνη; Έτσ' είπ' αυτός· και κάθησε.
Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα, και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία.
Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι• 425 και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του, εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα. κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, 430 κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης. και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι, εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια, όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια τα γδάρματα• τον σκέπασε το μέγα κύμα• τότε 435 πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας, φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν, εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. 440 αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα, 'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και ανάνεμος• και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα, μέσα του ευχήθη• «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι• 'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη 445 ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα. προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας, καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω 'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω. ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». 450
Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος• και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, 'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605 εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. Ραψωδία Σ
Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375 «Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. 'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380 θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».
Ο υιός του Διός και της Λητούς· αυτός τον βασιλέα Ωργίσθη· και 'ς το στράτευμα κακήν σήκωσ' αρρώστιαν. Και οι λαοί εχάνουνταν· γιατί ο βασιλέας Ατρείδης τού ατίμασε τον ιερέα Χρύσην. Ότ' ήρθ' αυτός εις τα γοργά των Αχαιών καράβια, Δια την θυγατέρα του να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, βαστώντας και 'ς τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ Οτ' είν' όλα κουταμάρες, δεν μπορεί να 'πη κανείς. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μ' αν είν' έτσι, είνε κι' άλλο πειό χειρότερο ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ποιό; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να 'ρθη να σε φιλήση ο Αρίστιλλος στο στόμα, και πατέρα να σε λέη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Συφορά του, κι' αν τολμήση. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Με του άγριου του δυόσμου την οσμή θα σε βρωμήση. Μα εκείνος εγεννήθη πριν το ψήφισμα γενή, ώστε δεν υπάρχει φόβος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν