Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Ω! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη, συντρόφεψε και βόηθα μας απ' την αρχή ως το τέλος και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ' αυτά της Κίρκης, κατώτερα να μη γενούν απ' της Μηδείας τα μάγια μηδ' απ' τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα. Θέστυλι, σκόρπα το λοιπόν.

Η Πηγή ήρχισε να εννοή την μεταξύ των παρεξήγησιν και έγεινε κατακόκκινη. — Ας παντρευτούμε 'μείς, έλεγεν ο Μανώλης με ζωηρότητα απροσδόκητον, κιάς τελειώση το σπίτι ύστερ' από ένα χρόνο ... ας μη τελειώση και ποτέ. — Μα δεν μπορώ 'γώ να 'πω ταφέντη σου τέτοια πράμματα, είπεν η Πηγή κάτω νεύουσα. — Κιαμ' είντα θα του πης; — Να μη σε στενοχωρά στη δουλειά, μόνο να βάλη έναν αργάτη να σε βοηθά.

Και τρέχει ο Ύπνος ο βαθύς να σύρει στα καράβια και κάτου εκεί του Ποσειδού την είδηση να δώκει. 355 Και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγιαο «Βόηθα, του Κρόνου, τώρα, γιε, τους Αχαιούς με θάρρος, κι' ώρα καν λίγη χάρισ' τους τη νίκη, ενώ κοιμάται ακόμα ο Δίας, γιατί εγώ του σκέπασα τα σπλάχνα με μαλακιά αποκάρωση, κι' η γελαδόματη Ήρα τον γέλασε κι' ερωτικά να κοιμηθούν την πήρε360

Έρχεται πάλι φέρνοντας το καπέλλο και το παλτό του Φιντή. Ο Φιντής αρπάζει το καπέλλο και το φορεί. Ο υπερέτης τόνε βοηθά να φορέση και το παλτό του. Η Γιαγιά τόση ώρα στέκεται σα βυθισμένη. Που πας; που πας; Όχι, δεν πρέπει να φύγης. Έχεις υποχρέωση να καθήσης. . . Από αυτό που θέλεις να κάμης, μαντεύω πως δεν είσαι αθώος από το δυστύχημα που συνέβηκε στο εργοστάσιο.

Δέφτερος κινάει ο γιος τ' Ατρέα με το κοντάρι, κι' έκανε παράκληση στο Δία 350 «Αφέντη Δία, αχ βόηθα με τον άντρα να ξοφλήσω π' άρχισε πρώτος τ' άδικο, το θεϊκόνε Πάρη, και σκότωσ' τον τον άπιστο με το δικό μου χέρι, έτσι να μην κοτάει κανείς κι' απ' τους στερνούς αθρώπους να βλάφτει το φιλόξενο που δείχνει καλοσύνη

Εκείνους δίπλα στ' Ασωπού τους άφισε το ρέμα, και πήγε αφτός ειρηνικά μαντάτα στους Θηβαίους· όμως γυρνώντας, συφορές τους σκάρωσε και πίκρες μαζί σου, τι δε σάλεβες, θεά μου, απ' το πλεβρό του. 290 Τώρα έτσι βόηθα πρόθυμα, θεά, και φύλαγέ με, κι' εγώ σου σφάζω ενός χρόνου δαμάλι κουτελάτο, αμέρωτο που σε ζυγό δεν τόβαλαν ακόμα· σ' το σφάζω αφτό χρυσώνοντας τα κέρατά του γύρω

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Σκοτώθηκε απ’ το ίδιο της το σκληρό χέρι, πώς να σας πω δεν δύναμαι, γιατί δεν είδα° αλλ’ όμως όσο με βοηθά σε τούτο η μνήμη, θα μάθης τα παθήματα της βασιλίσσης.

Αν δε μας φάη η θαλασσα τούτη τη φορά, θα μας φάη το στρώμα», είπε από μέσα του... Παναγιά, βόηθα! Ένα κύμα θεόρατο στυλώθηκε μπροστά σα βουνό κ' έκρυψε τον ουρανό. Η ψυχή στα δόντια ολονών. Η «Αθηνά» πετάχτηκε σαν καρυδόφλουδο στα μισούρανα, έγυρε με τα πανιά γεμάτα κ' επλάγιασε με την μπάντα. Και ύστερα βουτιά. Μα τι βουτιά, Παναγία μου! Καταπιόνας άνοιξε η θάλασσα να την ρουφήξη.

Κ' εκείνην μεν οι Αχαιοί με το γοργό καράβι Την παντην Χρύσαν· και τον παν τον βασιλέα δώρα· Προτώρα δε απ' την σκηνήν οι κήρυκες μ' επήραν Την κόρην, 'πού οι Αχαιοί μ' έδωκαν του Βρισέως. Αλλά εσύ, αν δύνασαι, βοήθα το παιδί σου. Πήγαινε εις τον Όλυμπον, κ' ικέτευσε τον Δία, Αν την καρδιάν τον έκαμες μ' έργον ποτέ, ή λόγον.

Γέρικο πόδι! τράβα εμπρός! ξανάνοιωσε στην πράξι, και μ' όλο που τα χρόνια σου δεν σε βοηθούνε πεια! Προχώρησε! και τον εχθρό πούχουν τ' αφεντικά σου, βόηθα, να τον σκοτώσουνε και να σωθή το σπίτι!

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν