Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Ο ένας το εξαπολούσε, ο άλλος το έπιανε και το εγύριζε με ξεχωριστή απάθεια και μ' ένα τρόπο τόσο ήρεμο που βέβαια θα έλεγες πως χωρατεύουν, ή, ξέρω κ' εγώ, πως είνε θεατρίνοι και κάνουν δοκιμές, ή στο τέλος, πως τα λόγια εκείνα αναφέρουνται σε καμμιά υπόθεσι ξένη και πως τα έλεγαν ο γυιός και η μάννα για να γελούν να περνά η ώρα τους. Και ακόμα ένα πιο παράξενο πράμμα.

Όθεν πίνοντας από αυτό, και γροικώντας την ευωδίαν των ανθέων, και τον δροσερόν αέρα που έπνεε, με έπιασεν ένας γλυκύς ύπνος, και αποκοιμήθηκα διά κάμποση ώρα και αφού εξύπνησα βλέπω ολόγυρά μου πέντε έξ ελαφίνες άσπρες, που είχαν επάνωθέν τους ένα σκέπασμα γαλάζιο από ατλάζι, και εις τα ποδάρια βραχιόλια από χρυσάφι.

Αλλά την ώρα, 'πώμελλετο σπίτι να γυρίση, 110 ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία, τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα, και να τον οδηγήση αυτήτην πόλι των Φαιάκων. σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, 115 την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα, και σέρνουν όλαις μια βοή• και ο θείος Οδυσσέας ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν•

Εκεί πήγαινα και κάθιζα συχνά σάνε νύχτωνε και πλάγιαζαν όλοι του σπιτιού, ο νοικοκύρης από το μεθύσι, η γυναίκα του από τη χολόσκαση, και το μικρό μικρό τους από τη σκανταλιά. Ο νοικοκύρης δούλευε ολημερίς στο «τσαρσίΠουλούσε κι αγόραζε κάμπιο. Το βράδυ καταστάλαζε σε κάποια ταβέρνα εδώ κοντά, και σε καμιάν ώρα έμπαινε σπίτι καλά κουρντισμένος. Φαντάζεσαι το τι γίνουνταν.

Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Δεν περνούσε κανείς∙ τριγύρω βασίλευε σιωπή και μέσα στο σπίτι η ντόνα Ρουθ ήταν σαν νεκρή. Η Νοέμι δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη στιγμή της αναμονής την ώρα του δειλινού που της φαινόταν να είναι το δειλινό της ίδιας της της ζωής. Όρθια επάνω στις σπασμένες πέτρες του κατωφλιού πρόβαλε προς τα έξω και νόμιζε πως περίμενε ένα μυστηριώδες ον, σωτήρα και τιμωρό ταυτόχρονα.

Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφκιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένην καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

Κ' έτσι έγινε• την ώρα δε που ο καβαλλάρης ήλιος εφάνηκε στον ουρανό τον κύκλο του να κάνη, εμβήκε κ' η προφήτισσα μέσ' στο μαντείο του θεού• μα μόλις το μικρό παιδί στα μάτια της αντίκρυσε, ετρόμαξε, μήπως καμμιά δυστυχισμένη κόρη απ' της Ιέρειες των Δελφών εκρυφογέννησεν εκεί και το παιδί της στου θεού τους τόπους είχε αφήση, και να το ρίψ' ηθέλησε απ' έξω απ' την θυμέλη• μα πάλι την σκληρότητα η ευσπλαχνία ενίκησε, γιατί ο Απόλλων βοηθός εφάνη στο παιδί του να μη διωχθή απ' το ναό• για τούτο κ' η προφήτισσα τανάθρεψε, τη μάννα του χωρίς ποτέ να μάθη κ' εκείνον που το γέννησεν, αν ήτανε ο Φοίβος.

Ο παππά Συνέσιος όσο περνούσε η ώρα εγινότανε πιο εύθυμος και μια φορά οπού ο Άνθιμος δεν τον άκουσε και δεν ήθελε να πιή, ο 'γούμενος του λέγειΠιε παλαβέ, πιε, ανόητο πράμμα· και στον ίδιο καιρό του δίνει μία τσιμπιά από πίσω οπού ο καλόγερος ετινάχτηκε από τον πόνο και πριν καλοέλθη στον εαυτό του, άλλη τσιμπιά ο γούμενος της χήρας, η οποία επετάχθη με γέλοια ενώ επροσπαθούσε να μην τους καταλάβη κανείς.

Τι νομίζεις; Αν σ' έβλεπα την ώρα εκείνη και να δω τους σκοτωμένους πεσμένους κάτω, έχω την ιδέαν ότι θα πέθαινα, εγώ που ούτε πετεινόν δεν είδα ποτέ μου να τον σφάζουν. ΛΕΟΝΤ. Τόσον δειλή και μικρόψυχη είσαι, Υμνίς; Εγώ ενόμιζα ότι θα ηυχαριστείσο ν' ακούσης αυτάς τας διηγήσεις.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν