Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
ΠΟΣ. Πολύ μου εξήψαν την φαντασίαν, Τρίτων, όσα μου είπες περί της κόρης εκείνης• ώστε ας πάμε να την 'δούμε. ΤΡΙΤ. Ας πάμε, διότι είνε η ώρα που παίρνει νερόν. Θα την ίδωμεν εις τα μέσα περίπου της οδού να διευθύνεται προς την Λέρναν.
Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.
Ισχυρά ήτο η πίστις της Παρθένου, καθαροί οι σκοποί της, εκτός ίσως της τόσον φυσικής εκείνης επιθυμίας του να ίδη τον υιόν ενώπιόν της τιμώμενον, καθά παρετήρησεν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος. Και η ώρα του υιού Της σχεδόν είχεν έλθη, αλλ' ήτο αναγκαίον τώρα και εισάπαξ να δείξη προς αυτήν ότι από τούδε δεν ήτο μόνον Ιησούς ο Υιός της Μαρίας, αλλ' ο Χριστός ο Υιός του Θεού.
Η Μάγισσα η ερημική, η Μάγισσα η πανώρηα, Μου είπε το βράδυ στη σπηλιά. — Καλόγνωμε διαβάτη, 'Στό πρώτο το ξημέρωμα τον ύπνο ν' απαριάσης, Να πας για νάσαι στο νερό την ώρα που έβγη ο ήλιος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οι ναυαγοί που περιμένανε τουλάχιστο συγχαρητήρια για το σωσμό τους, ζαρώσανε στη θέση τους. — Καλά που γίνηκε κ' αυτή η ιστορία με τη σύγκρουση και τον άνθρωπο στη θάλασσα, γιατί θα πνιγόμουνα από τη μονοτονία, σκέφτηκεν ο Ρένας.,, Όμως τώρα πώς μπορεί να περάσει κανένας την άλλη του ώρα ως το βράδυ; Άφισε τη θάλασσα και κύτταξε το απέναντι γνώριμό του βουνό με τα δένδρα.
Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!... Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα! Η αίθουσα του Καπουλέτου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος. Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα. Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα, και η καμπάνα σήμανε ταις τρεις.
Τι ήθελες να γίνη λοιπόν; Καθώς ήτανε σκυφτός στο μώλο, απάνω στο αρμίδι του, θα τον πήρε ο ύπνος, θάγυρε το κορμί του μπροστά και θάπεσε στη θάλασσα. Ψυχή στο μώλο δεν ήτανε τέτοια ώρα. Κάτι άλλα γεροντάκια που ψαρεύανε πάντα μαζί τον, του κάνανε παρέα κάμποση ώρα κ' ύστερα φεύγανε. Αυτός πάντα έμενε τελευταίος, Αυτά τα ήξερε όλο το νησί κι' απ' την ανάκριση, που έγινε, βεβαιωθήκατε.
Άλλος είχε μάννα, άλλος πατέρα, άλλος θειο ή θεια, κι' άλλος μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή. Τι πικρή ώρα, η ώρα του ξεχωρισμού! Όλο το αίμα μαζόνεται στην καρδιά, το πρόσωπο σκυθρωπάζει, και τα μάτια βουρκώνουν από τα δάκρυα. «Κι' ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Λέγει το ηπειρωτικό τραγούδι. Αλήθεια δεν έχει παρηγοριά ο ζωντανός ο ξεχωρισμός!
Την διέκοψε δε η είσοδος του Μανώλη, ο οποίος είχε το χρωματιστό μαντήλι εις τον ώμον και κλωνίσκον βασιλικού εις ταυτί. Αλλ' άμα είδε τον πατέρα του, έσπευσε ν' αφαιρέση από ταυτί του τον βασιλικόν, εσοβαρεύθη και εκάθησεν εις ημιφωτισμένον μέρος, κατά την παλαιάν του συνήθειαν. — Πού 'γύριζες, μωρέ, τέτοια ώρα; του είπεν ο Σαϊτονικολής.
Κάποιος στον Σαίξπηρ — ο Touchstone νομίζω — μιλεί για έναν άνθρωπο που σπάζει το κεφάλι του όλη την ώρα για να δείξη πνεύμα κι αυτό μου φαίνεται πως μπορούσε να χρησιμέψη για βάση στην κριτική του τρόπου της εργασίας του Meredith. Αλλά ό,τι κι αν είναι, ρεαλιστής δεν είναι. Ή καλύτερα είναι παιδί του ρεαλισμού τσακωμένο με τον πατέρα του. Ύστερ' απ' ώριμη σκέψη εδιάλεξε να γίνη ρομαντικός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν