Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησίας, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.

Περνάει η ώρα ως τόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες!

Ερχομένη η συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της Σχυρίνας ότι θα βάλω εις έργον το τάξιμόν μου.

Αποφασισμένοι να παν κι αυτοί πριν την ώρα τους. Μέρες και μέρες βάσταξε αναμεταξύ τους η μπροσκάδα, η μπαλλοτέ και το φονικό. Ώσπου άλλος άντρας δεν έμεινε μήτε από τόνα μέρος μήτε από τάλλο παρά ένας και μονάχος, ο Γιάνης, ο λιγομίλητος, ο μελαχολικός, ο συλλογισμένος εκείνος ο Γιάνης μου.

Κι όταν ήρθα στο μικρό λευκοχρισμένο σπίτι μας, έξω στην άκρη άκρη του δυτικού ακρωτηριού, μακριά από τις άλλες ανθρώπινες κατοικίες, τότε είδα πρώτη φορά τη θάλασσα. Στάθηκα πολλή ώρα και κοίταζα έξω αυτήν την θάλασσα, που κατώρθωσα να τη φτάσω τέλος.

Τα λόγια που σου έλεγα τότες, πες μου, χρυσό μου, και σήμερις ακόμη και την ώρα αφτή που σου γράφω, δεν κελαδούνε μέσα στην καρδιά σου, σαν πουλάκια γλυκά; Το χάρηκαν της Χιός τα βουνά, το χάρηκε ο κόσμος, το τραγούδι της αγάπης που έκαμα, φως μου, για σένα. Μήπως το ξεχνάς; Όταν είσαι μακριά, παρηγοριά δεν έχω. Αναστέναζα και σε ζητούσα στο Πυργί· αναστενάζω και σε ζητώ στη Σαντορίνη.

Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα. Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή. Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο.

Περί τίνος Ζακχαίου ομιλεί; — Αύτη είνε η Φήμη των ανθρώπων, την οποίαν κάποιος θεός εδημιούργησεν εν ώρα μέθης. Βλέπεις το δένδρον εκείνο; είνε αυτή η συκομωρέα, εφ' ης ανήλθεν ο Ζακχαίος διά να ίδη τον Ιησούν.

ΤΡΙΝΚ. Από την ώρα που σας άφησα αρτύσθηκα τόσο καλά, που την μύγα δεν την έχω χρεία. ΣΕΒΑΣΤ. Ε, Στέφανε! ΣΤΕΦΑΝ. Α! μη με 'γγίξης· δεν είμαι Στέφανος, μόνο πατόκορφα ένα μούδιασμα. ΠΡΟΣΠ. Ήθελες νάσαι βασιλέας του νησιού, κατέργαρε; ΣΤΕΦΑΝ. Θελάμουνα βέβαια ένας πικρός βασιλέας. ΠΡΟΣΠ. Στραβός είναι στα ήθη του καθώς εις τη μορφή του.

Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ. — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε, γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . . — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς, ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο αέρατο παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν