Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


— Ε, παιδί είνε ακόμα· είπε η κυρά Πανώρια· θάρθ' η ώρα του να κάτση να συλλογιστή κι αυτός. — Παιδί; τώρα πίσωπίσω παιδί; Άντρας εικοσιδυό χρονών και θα μου τον πης παιδί! — Όχι δα και συ εικοσιδυό χρονών! κοντεύεις να τον κάμης γέρο από τώρα! Το σαραντάημερο θα κλείση τα είκοσι. — Ας είνε και είκοσι. Τώρα τα παιδιά στα δεκαπέντε παύουν να είνε παιδιά· τρέφουν φαμελιές.

Κι' όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τάστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι' αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειάν αναπνοή κ' έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα....»

Στολισμένος, ξυρισμένος, μοσχομυρισμένος. Με άσπρο-κάτασπρο υποκάμισον. Με σακκάκι καινουργές, σκούρο, γελαστός, Χριστουγεννιάτικος. — Άιντε ντε! Και περιμένω τόση ώρα. Πού χαζεύετε; Και προπορευόμενος έλεγε προς τον φίλον μου, — Πού είνε εκείνος ο άλλος ; — Εδώ είνε. Έρχεται, απήντησεν ο φίλος μου δι' εμέ.

Καθόσον όμως παρήρχετο η ώρα, οι εναγκαλισμοί, οι αποχαιρετισμοί και αι βαθμιαίαι αποχωρήσεις ηραίωσαν την συρροήν εκείνην.

Κ' εστύλωσε μάτια θυμωμένα στον φοβερό μπαλντά που ήταν δίπλα στον αργάτη με τέτοια έκφρασι, που επίστεψα πως το κατάρατο σύνεργο εσερνόταν άθελα να πέση στα χέρια του. Από την ώρα εκείνη έδιωξα κάθε δισταγμό. Ο Κεφαλλωνίτης ήταν αδύνατο να μη μας κάμη δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορώτερα και φοβερώτερα απ' ό,τι εφανταζόμουν.

Αθώοι και φταίστες παίρνανε το ίδιο σχεδόν μερίδιο τιμωρία.. Τους κύτταξε τώρα με λιγότερη συμπάθεια, απ' ότι τους είχε κυττάξει πριν μισή ώρα αραδιασμένος κι' αυτός στη γραμμή και περιμένοντας την τιμωρία του. Ένας από τη γραμμή τον ρώτησε: — Πόσο στο βαφτίσανε το νήπιο; — Ενός μηνός. — Κράτηση ή φυλάκιση;

ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα, κύριέ μου· την ώρα, που σου παράσταινα τη Δήμητρα, ηθέλησα να σου το θυμίσω· αλλ' εφοβήθηκα μη σε συγχύσω. ΠΡΟΣΠ. Ξαναπές μου, που άφησες αυτά τα υποκείμενα;

Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμενΚαι η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν.

Εκεί, ακούω από μερικές γυναίκες κάτι φωνές, που έλεγαν η μια με την άλλη·Στην Εύρεσι!... είνε ώρα... πάμε στην Εύρεσι! — Η Περιστέρα... στην Εύρεσι... στην σπηλιά.

ΜΑΚΒΕΘ Πού είναι; 'χάθηκαν; — Αυτή η κολασμένη ώρα με μαύρα γράμματ' ας γραφήτου Χρόνου το βιβλίοναιώνιον ανάθεμα! — Συ εκεί έξω, έλα! ΛΕΝΩΞ Αυθέντα τι επιθυμείς; ΜΑΚΒΕΘ Ταις Μάγισσαις, ταις είδες; ΛΕΝΩΞ Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε. ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πέρασαν εμπρός σου; ΛΕΝΩΞ Όχι αυθέντ', αληθινά, δεν είδα!

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν