United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνοιξε το στόμα της. — Αν ήθελες εσύ, παπά, θα ήμουνα αλλοιώτικα σήμερα. Θα ήμουνα κ' εγώ σπίτι μου...

Αχ, δεν τα μεγαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κ' οι πραματευτάδες, κ' οι αρχόντοι, κ' οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες. Από τον Παράδεισο του παπά Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ Διαμαντή την ταβέρνα. Κ' έτσι περνάει και ξεχνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κ' η ζωή.

Βέβαιοι όντες ότι ήρκει εν νεύμα του Πάπα, ίνα φυγαδεύση τα πτερωτά εκείνα θηρία, ηρώτων αλλήλους μετ' απελπισίας διατί ο αντιπρόσωπος του Χριστού άφινε τας παντοδυνάμους χείρας του εις τα θυλάκια της εσθήτος του και τους υπηκόους του εις την διάκρισιν ακρίδων.

Χωλοί επεριπάτησαν, κωφοί ήκουσαν, άλαλοι ωμίλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονισμένοι εθεραπεύθησαν. Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Εγώ πληρόνω τον παπά. Το βράδυ επήγαμε εις το κελλί του παπά-Σεραφάκου, να κάμω αγιασμόν, να με διαβάση ο παπά-Σεραφάκος, να με σταυρώση με την Παναγίαν. Ήμουν ξεμέθυστος, νηστικός καθώς λέμε ημείς εις την γλώσσαν μας.

Να μας λοιπόν πάλε στην καθαυτό την αιτία του χωρισμού, στην ίδια την αιτία που έκαμε τον Πάπα και κήρυξε πως ο Ζήνωνας δικαίωμα δεν είχε νανακατεύεται στα θρησκευτικά, μα πως έπρεπε και να υποτάζεται στους επισκόπους, και μάλιστα στον ίδιο τον Πάπα.

Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν: — Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμη! Όλα για να γιάνη. Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων.

Και ο γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα- Γιώργης όστιςας είνε καλάσυχνά τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι' αμαράντων στεφάνων παρά του μισθαποδότου Χριστού.

Αλλ' αυτός ο Αφέντης μετά δύο χρόνια καταδικάστηκε στο θάνατο του τροχού μαζί με άλλους τριάντα βογιάρους για κάποιαν αυλική ραδιουργία· δεν έχασα την ευκαιρία· τόσκασα· πέρασα όλη τη Ρουσσία· έγινα πολύν καιρό υπηρέτρια σε μια ταβέρνα της Ρίγας, κατόπι στο Ροστόκ, στο Βίσμαρ, στη Λειψία, στην Κάσσελ, στην Ουτρέχτη, στη Λεΰδη, στη Χάγη, στη Ρότερνταμ: γέρασα μέσα στην αθλιότητα και το όνειδος, έχοντας τον μισό μονάχα πισινό μου, θυμούμενη πάντα, πως ήμουνα κόρη ενός πάπα.

Κι' αν θέλης να ξέρης, παπά μου, άκουσε τι λέει ο Εκκλησιαστής: «Τον καθαιρούντα φραγμόν δήξεται αυτόν όφις»· όποιος χαλνάει φράχτη το φίδι θα τον φάη. — Και ποιον φράχτη, σε παρακαλώ, κυρ Φραγκούλη, χάλασ' ο γυιός μου; — ηρώτησε με πείσμα ο κυρ Δημητράκηςγιατί ενόησα καλά, μη μου το αρνείσαι, πως τάχεις με το γυιό μου. — Ένας αρραβώνας μιας κόρης είνε φράχτης, είπεν ο Φραγκούλης.

Ας πάω, έβαλε με νου του· ας πάρω το στρατί στρατί, και ρωτώντα ρωτώντα κανείς πάει στην Πόλη, κάποιο χωριό θα βρω που να μην έχη Παπά. Μια και δυο, το σακούλι στον ώμο, δώθε παν οι άλλοι. Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις ημέρες, ρωτώντα τον ένα και τον άλλο διαβάτη, μαθαίνει πως το τάδε χωριό δεν έχει Παπά. Μια και δυο, πάει στο χωριό· στο Νιοχώρι να ειπούμε.