Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Σεπτεμβρίου 2025


Ο Κουλούφ δεν ετόλμησε να εναντιωθή του αυθεντός του, ο οποίος ενδυνόμενος με το φόρεμα του σκλάβου, προς το βράδυ επήγαν εις την πόρταν του μιτζιτιού. Δεν επέρασε πολύ, και είδαν την γραίαν που ήλθεν, η οποία είπεν· τον σκλάβον δεν κάνει χρεία να τον πάρης, απαραίτησέ τον και έλα μόνος σου.

Ετούτος ο άνθρωπος όντας μέσα εις το κιβούρι ακούει την ιδίαν νύκτα να ανοίξουν πάλιν την πόρταν, έπειτα να τον βγάλουν από το κιβούρι· αυτός λογιάζοντας πώς ξαναήλθεν ο βεζύρης διά να τον ξανατυραννίση, Α, βάρβαρε και σκληροκάρδιε, άρχισε να λέγη, θανάτωσόν με ανίσως και έχεις επάνω σου ευσπλαγχνίαν, και μη με τυραννής, ότι τα μαρτύρια, που θέλεις μου κάμει, δεν θέλουν δυνηθή να με κάμουν να σου φανερώσω εκείνο που επιθυμείς.

Κυρά μου, αυτός απεκρίθη, σε παρακαλώ, παύσε τα δάκρυά σου, διατί μου κόπτουν την καρδίαν, και ας έχωμεν τες ελπίδες μας εις τον Ουρανόν, και αυτός ωσάν δίκαιος δεν θέλει μας αφήσει από το χέρι του. Και λέγοντας έτσι εσηκώθη και ενδύθη και ανοίγοντας την πόρταν εβγήκε, και υπήγε εις τον Κατή, μαζί με τους ανθρώπους του.

Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει.

Την φοράν όμως αυτήν ηκολούθησε και ο μικρός υιός του παπά. Δεν ημπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλην φοράν. Άμα είδε την συντέκνισσαν να έρχεται, εκατάλαβε πως κάτι τρέχει, κ' εκόλλησεν εκεί, εις την πόρταν της οικίας, εις την σκάλαν, όπου ήκουσε την είδησιν της γραίας. Το παπαδόπαιδον, μικρόν μαθητάριον δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήτο πολύ περίεργον και επίμονον πλάσμα.

Φθάνοντας τέλος πάντων η νύκτα, ο πατέρα της την έβγαλεν από ένα κρυφόν τόπον του σεραγιού του, και την έφερεν ο ίδιος εις την πόρταν του Αμπτούλ, και εκεί την άφησε· και πριν την αφήση της είπε· πως αν δεν κάμης καθώς σε εδιάταξα διά να μάθης που έχει τον θησαυρόν, ήξερε πως από το σπαθί μου δεν θέλεις γλυτώσει. Τότες αυτή εκτύπησε την πόρταν, και εγύρεψε διά να ομιλήση με τον Αμπτούλ.

Λοιπόν ο θησαυρός περί ου ο λόγος, χιλιάδες φλωρία, όλο βενέτικα, ήτο θαμμένος σιμά εις την Παναγίαν της Κεχριάς, απ' οπίσω απ' το παλαιόν μοναστηράκι, κατά την μικρήν πόρταν, σύρριζα εις την νοτιανατολικήν, όπου ήτον όλη κατηρειπωμένη τώρα, και το μονύδριον έρημον από πολλού.

Το ταχύ, πριν να γένη ημέρα, έρχεται ένας σκλάβος και χτυπά την πόρταν κράζοντάς με βίαν, Χουλά, Χουλά, σήκου το γληγορώτερον διότι είναι ημέρα.

Εν τούτοις έλαβε την χείρα της Αϊμάς, και τη είπε με στυγνήν φωνήν·Υπάγωμεν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η κόρη. — Εις την άλλην πόρταν, εψέλλισεν ο άγνωστος. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εν σιγή· ο ξένος την ωδήγησεν ουχί διά της αυλής, αλλά διά των ευρέων διαδρόμων του μαγειρείου και της τραπέζης. Η Αϊμά εβάδιζε μετά καρτερίας και αποφάσεως, ο δε ξένος εφαίνετο κατεχόμενος υπό δεινής αγωνίας.

Μήπως και αυτή δεν σε αγαπά, ω αυθέντη; είπεν ο Βεδρεδίν. Όχι, όχι απεκρίθη ο Ορμώζ· δι' αυτό δεν παραπονούμαι· αν εγώ την λατρεύω, είμαι με όλον τούτο ανταποκριμένος. Μα πώς το λοιπόν, ξαναείπεν ο Βεδρεδίν, ημπορεί αυτή να σε κάνη δυστυχή; Τώρα, τώρα θέλετε τα ιδεί, απεκρίθη ο βασιλέας του Αστραχάν· αναμείνατε και οι τρεις εις την πόρταν, και θεωρήσατε με προσοχήν εκείνο που θέλει συμβή.

Λέξη Της Ημέρας

καρκίνοι

Άλλοι Ψάχνουν