United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούσας ταύτα ο Πολυκράτης εχάρη και εδέχθη την προσφοράν επειδή δε μεγάλως επεθύμει τα χρήματα, έπεμψε πρώτον διά να παρατηρήση τον πολίτην Μαιάνδριον τον υιόν του Μαιανδρίου όστις ήτο γραμματεύς του, και όστις ολίγον μετά τα συμβεβηκότα ταύτα αφιέρωσεν εις τον ναόν της Ήρας όλα τα αξιοθαύμαστα κοσμήματα του ανδρώνος του Πολυκράτους.

Ο δε Μανώλης, μη δυνάμενος να υπερβή το χαντάκι, έλαβε μέρος εξ αποστάσεως και ήρχισε να φωνάζη και αυτός μετά των βουκόλων: «Κού-κου! Κού-κουΑλλ' ο βουκόλος, εις ον ανήκεν ο εξερεθιζόμενος ταύρος, ακούσας την φωνήν του Μανώλη, έστρεψε κατ' αυτού την οργήν του και του εφώναξε: — Άμε στο διάολο και συ, Πατούχα!

Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Κρότος παραθύρου ανοιγομένου ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του γέρο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον έφοδον, την γενομένην την νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρόν του, ήνοιγε το παράθυρον και ηρώτα έκπληκτος·Τι είνε; τι τρέχει; . . . ποιος είνε; . . . ποιοι είστε; . . . ε! δεν ακούτε!

Διότι, αν ηγανάκτησε και εξωργίσθη πολλάκις ο αναγνώστης ημών, ακούσας το φοβερόν εκείνο δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι χωρίς να το περιμένη, δεν πρέπει, αν είνε δίκαιος, να λησμονήση, ποσάκις είπεν αυτός: δ ε ν β α ρ η έ σ α ι, χωρίς να το προσδοκά ο εις ον απετείνετο. — Δεν βαρηέσαι, αδελφέ!

Ακούσας την ασεβή παρωδίαν ο Αντώνης Μαραγκάκης ονωματάρχης, Κρης την πατρίδα, τους εφίμωσε με την επιφώνησιν: — «Ψώμματα! ψώμματαδηλ. «ψέμματα! ψέμματα!», και έκτοτε ο Γύφταρος δεν ετόλμησε πλέον να το ξαναπή. Ως τόσον εξηκολούθουν πάντοτε την περιοδείαν των ανά τας οικίας. Σχεδόν εις όλα τα σπίτια τους εκερνούσαν ροσόλι ή μαστίχαν ή εντόπιαν εκ στεμφύλων ρακήν.

Καλλίτερα να μη με ιδής. Ο αρχηγός εγέλασεν, ακούσας επαναλαμβανομένην την αφελή διήγησιν του Θανάση. Και θωπεύσας αυτόν εις τον ώμον μετά πατρικής στοργής, είπε: — Αι, μη φοβάσαι πλεια! Σήμερα θα πάμε σε μαυροφόραις. Μη φοβάσαι. Σήμερα θα κάμνουν μαύρα-μαύρα τα μάτια σου.

Περί μέσην την νύκτα ο εφημέριος εξυπνεί ακούσας γοεράς κραυγάς εξερχομένας εκ του νεοσκάπτου μνήματος. Πάντες σπεύδουσι να εκθάψωσι την δυστυχή, ήτις όμως απέθανεν ολίγας τινάς στιγμάς αφού εξήχθη εκ του τάφου.

Και αυτός: — Απολλόδωρε, είπεν, ακριβώς σε εζήτουν τόρα εσχάτως θέλων να μάθω τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος μεταξύ αυτού, του Σωκράτους, του Αλκιβιάδου και των άλλων παρευρεθέντων τότε εις το σύνδειπνον. Κάποιος μου διηγείτο τα περί τούτου, ακούσας αυτά από τον Φοίνικα του Φιλίππου, μου είπε δε ότι και συ τα γνωρίζεις· αλλά δεν ημπόρεσε να μου ειπή τίποτε θετικόν.

Ηθέλησα να φωνάξω προς αυτούς, αλλ' η φωνή δεν εξήρχετο εκ του ασθμαίνοντος στήθους μου. Ο Νίκος έβλεπε το παρεκκλήσιον. Τι παρετήρει μετά τόσης προσοχής; Ήμεθα όλως διόλου πλησίον, ότε ο Κ. Σπυράκης ακούσας βήματα εστράφη προς ημάς και ήλθεν εις συνάντησίν μου. Έστρεψε και ο Νίκος την κεφαλήν, αλλά δεν εσάλευσε. Εξέτεινε την χείρα και με προσεκάλεσε σιωπηλώς να πλησιάσω. Επλησίασα.