United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθησαν επί λιθίνου βάθρου εν μέσω των ανθισμένων λευκακανθών. — Οποία γαλήνη και πόσον ωραίος είναι ο κόσμος! είπε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ευτυχή όσον ουδέποτε τον ησθάνθην καθ' όλην την ζωήν μου. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι δύναται να υπάρξη έρως του είδους τούτου. Ειπέ μοι, Λίγεια, πόθεν προέρχεται τούτο; — Ναι! Η ευτυχία αυτή είναι δώρον του Χριστού.

Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω. Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν την πλάνην του. Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον Χίλωνα: — Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον ακόμη.

Η κιγκλίς η απέναντι της αυτοκρατορικής εξέδρας ηνοίχθη και, εις τον στίβον, εν μέσω των κραυγών των θηριοφυλάκων, ώρμησε τεράστιος άγριος ταύρος της Γερμανίας με μίαν γυναίκα γυμνήν επί της κεφαλής δεδεμένην. — Λίγεια! Λίγεια! ανέκραξεν ο Βινίκιος.

Εγονυπέτησε πλησίον της και θέσας ελαφράν την χείρα επί του λατρευτού μετώπου της, είπεν: — «Ο Χριστός σε έσωσε και σε απέδωκεν εις εμέ! Λίγειά μου». Τα χείλη της Λιγείας εκινήθησαν εκ νέου εις ένα ακατανόητον ψίθυρον. Τα βλέφαρά της εκλείσθησαν και εβυθίσθη εις βαθύν ύπνον, τον οποίον ανέμενεν ο Θεοκλής και τον οποίον εθεώρει ως εξαίρετον σημείον.

Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των: — Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον! Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον.

Οι Λίγειες όχι μόνον υπεσχέθησαν τούτο, αλλ' έδωσαν και ομήρους, μεταξύ των οποίων την σύζυγον και την θυγατέρα του αρχηγού των. Δεν αγνοείς ότι κατά τον πόλεμον οι βάρβαροι σύρουν μαζί των γυναίκας και παιδία. . . . Η Λίγειά μου λοιπόν είνε η κόρη του αρχηγού των Λιγείων. — Πόθεν γνωρίζεις πάντα ταύτα; — Ο ίδιος Άουλος Πλαύτιος μου τα αφηγήθη. Οι Λίγυες αληθώς δεν διήλθον τότε τα σύνορα.

Δεν ημπόρεσε να με ίδη, επειδή ήμην πλησίον του ασθενούς παιδίου και μοι έγραψε λέξεις τινάς επί πινακίδος. Γνωρίζει ότι η Λίγεια του είχεν αφαιρεθή κατ' επιθυμίαν σου και του Πετρωνίου και εγνώριζεν ότι θα εστέλλετο αύτη πλησίον σου και σήμερον το πρωί επήγεν εις την οικίαν σου, όπου οι άνθρωποί σου του είπον τι συνέβη. Και τω έδειξε την πινακίδα, την οποίαν είχεν αφήσει ο Άουλος.

Ο Βινίκιος δεν εφαντάζετο αντί ποίου τιμήματος θα ηδύνατο να πληρώση την ευχάριστον εκείνην ευτυχίαν, Η Λίγεια είχεν εννοήσει ότι και αυτή τώρα είχεν ανάγκην βοηθείας.

Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν. Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό παραλόγου τρόμου. Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του. — Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή.

Αυθέντα, έλεγεν ο Χίλων, σε συμβουλεύω και πάλιν άμα μάθης πού κατοικεί η Λίγεια να προσλάβης τους δούλους σου και να μη ακούσης τον Κρότωνα, μήπως αποτύχωμεν του σκοπού μας. Εν τοσούτω επλησίαζον εις την πόλιν. Εκεί παράδοξον θέαμα εξετυλίχθη προ των οφθαλμών του.